ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Έλλειψη Βιταμίνης D: Πώς Επηρεάζει τη Ρύθμιση του Ανοσοποιητικού Συστήματος

Η βιταμίνη D έχει αποδειχθεί ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς έχει κυρίαρχη ανοσορυθμιστική δράση.

Η έλλειψη βιταμίνης D απορυθμίζει το ανοσοποιητικό και μειώνει την ικανότητα του να διαχωρίζει τους δικούς του ιστούς από ξένα στοιχεία.


 

Εικόνα: Τ-λεμφοκύτταρο (T-cell), μικροθρεπτικά συστατικά ενισχύουν ή μειώνουν λειτουργίες του και ενισχύουν τη δράση των ρυθμιστικών κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος (Τreg-cells). Βιταμίνη D (D), ψευδάργυρος (Ζ), ωμέγα-3 (n3), βιταμίνη Ε (Ε), προβιοτικά (PB), αντιοξειδωτικά (EG). Wu et al. Front. Immunol., 2019
 

Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συνδέονται με την ανάπτυξη αυτοάνοσων νοσημάτων. Κλινική μελέτη που διενεργήθηκε από την ιατρική σχολή του Harvard και παρακολούθησε 25.871 άτομα για 5 έτη, έδειξε ότι η μακροχρόνια χορήγησή της μειώνει σημαντικά την εκδήλωση αυτοάνοσων ασθενειών3 

Η χορήγηση βιταμίνης D έχει βρεθεί ότι οδηγεί σε βελτιωμένη ρύθμιση του ανοσοποιητικού και μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτοανοσίας. 


Επιπρόσθετα, η βιταμίνη D έχει θετική επίδραση στη χρόνια φλεγμονή και υψηλά επίπεδά της στο αίμα, συνδέονται με ενίσχυση της ικανότητας του οργανισμού να διαχειριστεί τη φλεγμονή.

Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, συνδέονται με περισσότερες εξάρσεις και χειρότερη πορεία σε αυτοάνοσα όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η ψωρίαση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Επαρκή επίπεδα είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τόσο για τη μείωση της πιθανότητας νόσου από λοιμώξεις, όσο και για την ικανότητα του ανοσοποιητικού να αναγνωρίζει τους δικού του ιστούς.

Στη διόρθωση της έλλειψης βιταμίνης D σε ασθενείς με αυτοάνοσα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τείνουν να εμφανίζουν αντίσταση στη βιταμίνη D, απαιτούνται δηλαδή πολύ μεγαλύτερες δόσεις και υψηλότερα επίπεδα, ώστε να επιτευχθεί η ίδια βιολογική δράση που εμφανίζει η D στους υγιείς[4,5]

Μέσα από την κλινική μας εμπειρία, έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση της έλλειψης της D, δεν προσδίδει τα πλήρη οφέλη όταν αυτή πραγματοποιηθεί κατά τη στιγμή της έξαρσης ενός αυτοάνοσου. Χρειάζονται αρκετές εβδομάδες ή και μήνες χορήγησης θεραπευτικών δόσεων, παράλληλα με την διόρθωση ελλείψεων σε συμπαράγοντες της βιταμίνης D, όπως βιταμίνη Κ2, βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του οργανισμού και να παρατηρηθεί σημαντική κλινική βελτίωση[6,7].
 
Νεότερα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D είναι ασφαλής σε δόσεις πολύ υψηλότερες από αυτές που θεωρούνταν ασφαλείς στο παρελθόν[8-10]
 
Οι συνιστώμενες ανώτερες ασφαλείς δόσεις -σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ενδοκρινολογική Εταιρεία- χωρίς την παρακολούθηση και μέτρηση των επιπέδων της βιταμίνης D από γιατρό, είναι οι 10.000 μονάδες ημερησίως για τους ενήλικες και οι 4.000 μονάδες για παιδιά από 8-18 ετών.

Η πρόσληψη δόσεων υψηλότερων των 10.000iu ημερησίως με σκοπό την αποκατάσταση σημαντικής έλλειψης της βιταμίνης D, θα πρέπει να γίνεται με την παρακολούθηση γιατρού και τη μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα.

Η βιταμίνη D, είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες υγείας και η διατήρηση βέλτιστων επιπέδων καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ιδανικά με έκθεση στον ήλιο και συμπλήρωση, συνδέεται με μειωμένη νοσηρότητα, μειωμένη θνησιμότητα και καλύτερη υγεία.



Οι Ελλείψεις σε Μικροθρεπτικά Συστατικά είναι Κοινές στην Πλειοψηφία του Πληθυσμού

Ανεπάρκειες σε μικροθρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, αντιοξειδωτικά κ.ά.:

  • Καταστέλλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος


  • Επιδεινώνουν τις φλεγμονές


  • Αυξάνουν την ευπάθεια σε λοιμώξεις


  • Επιδεινώνουν την πορεία των αυτοάνοσων ασθενειών.


Η οριακή χρόνια έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ονομάζεται “κρυμμένη πείνα” και είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες πίσω από κάθε ασθένεια.

Συνθήκες ανεπάρκειας θρεπτικών ουσιών, επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και φυσιολογικών διαδικασιών του οργανισμού, αυξάνοντας τον κίνδυνο για την ανάπτυξη νόσου[11].

Παρά το γεγονός ότι οι ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών, είναι κοινές και αφορούν στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, συχνά δεν εντοπίζονται.

Η στοχευμένη διόρθωση των ανεπαρκειών:


  • Ενισχύει τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.


  • Βελτιώνει τον έλεγχο της φλεγμονής.


  • Μειώνει την ευπάθεια σε λοιμώξεις.


  • Συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της μεταβολικής κατάστασης.


  • Βελτιώνει την πορεία της νόσου σε αυτούς τους ασθενείς.

 
Η οριακή έλλειψη θρεπτικών συστατικών περνάει απαρατήρητη για πολλά χρόνια μέχρι την εκδήλωση κάποιας ασθένειας. Αλλά και όταν αυτή εκδηλωθεί, είναι πολύ δύσκολο να συνδεθεί με συγκεκριμένη έλλειψη από την στιγμή που οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες.


Η χορήγηση ορισμένων μικροθρεπτικών συστατικών σε δόσεις μεγαλύτερες από τα τρέχοντα συνιστώμενα επίπεδα, μπορεί να βοηθήσει στη βελτιστοποίηση των λειτουργιών του ανοσοποιητικού.  
 
Η ενίσχυση στη λειτουργία του με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων μικροθρεπτικών συστατικών, βελτιώνει την άμυνα του οργανισμού και την αντίσταση στις λοιμώξεις. Παράλληλα ενισχύεται η ικανότητα του ανοσοποιητικού να αναγνωρίζει τους δικούς του ιστούς και να μην τους επιτίθεται1,2.
 
Ο εντοπισμός και η διόρθωση ελλείψεων σε βιταμίνη D, ψευδάργυρο, ωμέγα-3, προβιοτικά και αντιοξειδωτικά, ενισχύει τις φυσιολογικές διεργασίες του ανοσοποιητικού και μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτοανοσίας. 

 
Ειδικές Εξετάσεις Εντοπίζουν τις Ελλείψεις που Συνδέονται με την Ανάπτυξη & την Πορεία Αυτοάνοσων Νοσημάτων

Οι εξετάσεις μεταβολομικής εντοπίζουν τις ελλείψεις και τις μεταβολικές διαταραχές που είναι κοινές στην πλειοψηφία των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα και καθοδηγούν το σχεδιασμό του θεραπευτικού πλάνου, με βάση το μοναδικό μεταβολικό προφίλ του κάθε ατόμου.

Το πλεονέκτημα των μεταβολομικών αναλύσεων, είναι ότι το αποτέλεσμα των μετρήσεων συνδυάζει τη γενετική ποικιλομορφία ενός ατόμου, με τις ατομικές επιλογές διατροφής και τρόπου ζωής, που διαμορφώνουν την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του[12][13].

Με βάση την κλινική μας εμπειρία στους ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής και διατροφής επιφέρουν:


  • Βελτίωση της πορείας της νόσου με αναχαίτιση της εξέλιξής της 
     
  • Σταδιακή μείωση της συχνότητας και της διάρκειας των εξάρσεων 
     
  • Βελτίωση της συμπτωματολογίας
     
  • Βελτίωση της ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή
     
  • Βελτίωση της ικανότητας του οργανισμού στη διαχείριση της φλεγμονής 
     
  • Αναχαίτιση της καταστροφής των οργάνων στόχου από το μηχανισμό της αυτοανοσίας
     
  • Αύξηση των επιπέδων ενέργειας και βελτίωση της ποιότητας ζωής


Ο εντοπισμός και η διόρθωση των ελλείψεων, με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων μικροθρεπτικών συστατικών, βελτιώνει τη συνολική κατάσταση της υγείας και την πορεία της νόσου των ασθενών με αυτοάνοσο νόσημα.

Νέα στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός, ότι για να επιτευχθεί μια ουσιαστική βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής, πρέπει ο κάθε ασθενής να αντιμετωπιστεί ως μια μοναδική περίπτωση και να αποκατασταθούν οι μεταβολικές διαταραχές και οι ελλείψεις του οργανισμού σε βασικά θρεπτικά στοιχεία, που οδήγησαν στην εκδήλωση νόσου[13,14].
 
Η φαρμακευτική αγωγή, η διόρθωση των ελλείψεων και η διατροφή του κάθε ασθενούς, πρέπει να προσαρμόζονται στο μεταβολικό του προφίλ. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι αλλαγές και οι βελτιώσεις διατηρούνται μακροπρόθεσμα.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Φανή Κλαδούχα


 

Share on Google Plus

About Natalie Press 1

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου