ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΕΦΥΓΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ν. ΚΟΥΛΟΤΟΥΡΟΣ



 Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών ο οικονομολόγος –συγγραφέας και ποιητής  Γιάννης Κουλοτούρος .

Ξεχωριστός Συνεργάτης μας για χρόνια στο Περιοδικό "AstroNafpaktos"(Είχε 4 μόνιμες σελίδες) και στην Εφημερίδα μας "νέο Άστρο"!

Καλό ταξίδι Γιάννη...  Θα σε θυμόμαστε πάντα!

Συλλυπητήρια στην Οικογένειά του




Η e-Nafpaktia παρουσιάζει:

Ο Γιάννης γεννήθηκε στο Πλάτανο και  ύμνησε με τη γλαφυρή πέννα του μέσα από τις  εκδόσεις του την γενέτειρα Γή των Κραβάρων. Οι αλλοτινές εποχές στα Κράβαρα  ζωντάνεψαν με τη πέννα του  και μαζί οι ανθρωποι της ,τα βουνά της τα ποτάμια της ,τα αντικείμενα έλαβαν σάρκα και οστά μέσα από τά γραπτά του .Εκλεκτός συνεργάτης της ΄΄ΦΩΝΗΣ του ΠΛΑΤΑΝΟΥ΄΄ και τoυ e-nafpaktia .gr  για πολλά χρόνια με φανατικούς αναγνώστες στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό .Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει αύριο Δευτέρα στις 3.30 μμ στον Κοιμητήριο Καισαριανής. Η Διεύθυνση και οι συνεργάτες της  ΄΄ΦΩΝΗΣ του ΠΛΑΤΑΝΟΥ΄΄ και τoυ e-nafpaktia .gr  εκφράζουμε  στην οικογένεια του τα θερμά μας συλλυπητήρια

Ο Γιάννης Ν. Κουλοτούρος γεννήθηκε στον Πλάτανο Ναυπακτίας το έτος 1950 και ηταν Οικονομολόγος – Συγγραφέας, καθώς και μέλος της Ένωσης Δημοσιογράφων Μη Ημερήσιου Τύπου.

Έχει γράψει πολλά οδοιπορικά, δοκίμια, χρονογραφήματα, πεζογραφήματα, διηγήματα, ποιήματα και τραγούδια, αρκετά εκ των οποίων περιλαμβάνονται στα 2 (δύο)  εκδοθέντα βιβλία του :

 Το «ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΜΟΥ ΕΠΟΧΕΣ» και το «ΑΛΛΟΤΙΝΟΙ ΜΟΥ ΧΡΟΝΟΙ»



Ακριβέ μου φίλε, συμμαθητή και συμπαίχτη Γιάννη.
Αν και απόλυτα συμφωνώ με τη γνώμη του Ν. Καζαντζάκη πως « του θανάτου πρέπει σιωπή», εγώ, μόλις ο Βασίλης μου ψέλλισε το θλιβερό μαντάτο, τραγούδησα, όσο πιο γλυκά μπορούσα, «Σηκώσου απάνω Γιάννο μου και μην βαρειά κοιμάσαι…». Τις τελευταίες μέρες σου, όλοι που σ’ αγαπάμε, σε κουβαλούσαμε στη σκέψη μας, συχνά και έντονα…
Γιάννη, δεν είμαι της άποψης πως «οι άνθρωποι ζουν με τα ελαττώματά τους και επιζούν με τα προτερήματά τους». Όμως, πολύ λυπάμαι που δεν «πρόλαβα» να σου πω πόσο θαύμαζα την εντιμότητά σου, την ακεραιότητά σου, την ευθύτητα του χαρακτήρα σου και την αυθεντική σου αθωότητα.
Η απουσία σου, συχνά, θα είναι παρούσα στην καθημερινότητά μας. Οι ακριβές στιγμές που μοιραστήκαμε στο χωριό, στο σχολειό, στο γήπεδο, αλησμόνητες… Θα μας λείψει η γλαφυρή σου πέννα, γεμάτη νοσταλγία για το χωριό μας, αγάπη για τους συγχωριανούς μας και όνειρα για μια καλύτερη ζωή.  Γιατί, Γιάννη, «φεύγουμε» και η ζωή μας παραμένει «φτηνή» και το ψωμί μας «ακριβό».
Καλό ταξίδι ακριβέ μου φίλε, αγνέ ονειροπόλε, φινετσάτε μπαλλαδόρε. Εύχομαι να βρεις εκεί, τον κόσμο που ονειρεύτηκες στη Γη…Η ακριβή σου σύντροφος, τα πολυαγαπημένα σου παιδιά , ο αδελφός σου και όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι σου, όσο ζούμε θα έχουμε την έγνοια σου.
Δημήτρης Καραγιώργος

                                                                                                                     ΑΚΡΙΤΕΣ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΜΑΣ ΤΟΠΙΩΝ …                                                                                           
(του Γιάννη .Ν. Κουλοτούρου)

    Στο καταχείμωνο που οι νύχτες πιότερο απ’ τις μέρες αβγαταίνουν, χρόνια και χρόνια οι ακρίτες μας παλεύουν με της φύσης τ’ άσπλαχνα στοιχειά κι όλο να τα μερώσουν προσπαθούνε.
    Βροχές, αέρηδες, χιόνια, δεν τους πτοούν. Στο πυρωμένο παραγώνι, Ήλιος στην καρδιά τους, η φλόγα της φωτιάς, που τα ξύλινα δεμάτια αχόρταγα καταπίνει ετούτο τον καιρό, έτσι που το αίμα της ζωής  μέρα με τη μέρα, αχνιστό να νοιώθουν πως κυλάει στις φλέβες τους.
    Μα και τα μύρια προβλήματα που κάθε φορά ανακύπτουν δεν τους γονατίζουν, μα λεβέντικα κι από μόνοι τους παλεύουν για να τα  λύσουν. Δεν καρτεράνε από τους εκάστοτε νεόκοπους και μη πολιτευτάδες να ενσκήψουν πραγματικά  σ’ αυτά κι ας νομίζουν πως τους ξεγελάνε κάθε φορά  με τα ψεύτικα τα λόγια τους τα μεγάλα, που προσπαθούν να ταΐσουν τις υπνωμένες ελπίδες τους.
    Το όποιο παραμύθι τους το έμαθαν καλά, γιατί κάθε φορά το γεύονται στο ίδιο τους το πετσί.
Από πατέρα, πάππου, προσπάππου ο αγώνας  για επιβίωση εκεί επάνω, μοναχικός και διαρκής  ήτανε πάντα κι αμείλικτα σκληρός, από τα γεννοφάσκια τους ως τα στερνά.
    Μα τον προτιμούν αυτόν τον τρόπο ζωής που τους διασφαλίζει το υπέρτατο όλων αγαθό, να ζουν νοιώθοντας πάνω απ’ όλα λεύτεροι, σαν τα πουλιά και τ’ αγρίμια του δάσους κι απ’ τις  επάλξεις της πατρώας μας προγονικής γης που κρατάνε σαν αερικά,  να μας υποδέχονται κάθε φορά που η νοσταλγία  γυρίζει κι εμάς στις ρίζες μας, για λίγη ανάταση ψυχής.
    Και κάθε που το σαράκι της μας φέρνει σιμά τους, να και το δικό μας τότε βλέμμα  λεύτερο σαν κι ετούτων να πλανιέται αγκαλιάζοντας  τις γύρω ελατοσκεπείς βουνοκορφές μας και ραχούλες, τα ερημικά μας ξωκλήσια, τις μελαγχολικές ελλείψει κόσμου  γειτονιές μας, τις διάσπαρτες ρούγες του καιρού των ανθρώπων μας, όπου απάγκιαζαν ξαποσταίνοντας, απ’ τον καθημερινό τους Γολγοθά.
    Κι οι μοναξιές μας  στο κάθε σμίξιμο έρχονται τότε κοντά και  γίνονται, τραγούδι  στα χείλη όλων, με τους μεζέδες, το κρασί και το τσίπουρο ν’ αναστενάζουν και μνήμες να ξυπνούν, κάνοντας ξεθωριασμένες  μα και χιλιοειπωμένες  μακρινές ιστορίες ν’ ακούγονται πάντα με την ίδια λαχτάρα. Κι  οι ολόθερμες κάθε φορά  ευχές να δίνουν και να παίρνουν   ... έτσι γερούς και δυνατούς να μας βρίσκει εκεί πάνω το κάθε αντάμωμα  ... κι η κάθε καινούργια  χρονιά που με τόση προσμονή όλοι καρτεράμε για ν’ αβγατίσει  τα χρόνια της ζωής  μας, όλο και κάποια  αισιόδοξη νότα να προσθέτει για μας, γι αυτούς  και τα χωριά μας.
                                                                                                




ΕΚΕΙΝΑ …. ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΜΑΣ …..
Τα χρόνια διάβηκαν κι αλλάξαν οι καιροί και των χωριών τα σπίτια ερημώσαν. Τα νιάτα μίσεψαν σε τόπους μακρινούς και η ζωή στα μέρη μας, έπαψε να  βλαστίζει.
    Έτσι ρημάξαν τα σχολειά από παιδιά και  οι αυλές τους  έρμες στέκουν.
    Βουβά, κλειστά, τώρα εκεί πέρα, να κουβαλάνε θύμησες ολάκερης ζωής  κι αγέρωχα το ερειπωμένο το κουφάρι τους  να ορθώνουν.
… Αυτά που κάποτε γεμίζαν με ζωή κι απλόχερα την γνώση τους προσφέραν … .Αυτά που στύλωναν μ’ ελπίδες τις καρδιές και μ’ όνειρα το νου μας ταξιδεύαν…
   Μέσα εκεί μπορούσε ο φτωχός να ονειρευτεί, πως μιά καλλίτερη ζωή τον περιμένει και με τον πλούσιο να συναγωνιστεί κι η γνώση και τους δυό να ομορφαίνει.
    Κι ο δάσκαλος, στην έδρα ασκητικός, όλους  μας  ν’ αγκαλιάζει σαν παιδιά του και μέρα νύχτα αδιάκοπα, για το καλό μας ναφροντίζει. Και κρεμασμένοι από τα χείλη του εμείς,  σ’ άγνωστα να μας ταξιδεύει  μονοπάτια και πλέριο φως να ρίχνει, στου μυαλού μας τα σκοτάδια. Πάντα μπροστάρης στον αγώνα μας, τα βήματά μας, μέρα νύχτα να ελέγχει.
    Εκεί,  οι πιο πολλοί, την ευκαιρία αδράξαμε, άλλοι της γνώσης το κατώφλι να διαβούμε κι άλλοι, αλλού μετά να ιδούμε προκοπή. Δεν ήταν που είμαστ’ όλοι έξυπνοι εμείς. Ήταν η ίδια η μίζερη ζωή, που περιθώριο δεν άφηνε κανένα. Ένας ο στόχος κι ο σκοπός, αν ήθελες καλλίτερα να ζήσεις. Αν ξεστρατούσες, στην καταδίκη μιά ζωή ήσουν ριγμένος.  Αγώνας άνισος και δύσκολος πολύ, τα εφόδια της ζήσης, μετρημένα.      Άλλος, ώρες περπάταγε να ’ρθεί κι άλλος, ξεπαγιασμένος, νηστικός γυρνούσε.
    Μα μες απ’ τα πεινασμένα χνώτα μας, γεμάτη θέρμη ανέβλυζε η ανάσα   κι η  παιδική, γεμάτη όνειρα ματιά μας, ετούτο μαρτυρούσε. Και καθισμένοι εκεί στην αίθουσα ούλοι αντάμα, πάνω στην  πλάκα τα όνειρά μας αραδιάζαμε. Κι όλο μπολιάζαμε τη φτώχεια μας με θέληση για προκοπή κι ύστερα καρτερούσαμε,  μέρες καλλίτερες να ’ρθούνε.
    Τώρα,  όπως τριγύρω σου κοιτάς, κάποιες εικόνες προσπαθείς να περισώσεις κι άλλες που χάθηκαν, να τις συνθέσεις λαχταράς,  μ’ ένα φτερούγισμα  μικρού παιδιού μέσα στα στήθια.  Κι όσο η νοσταλγία σου βαραίνει το μυαλό, μοναδικές στιγμές του χθες, στο σήμερα ποθείς να ζήσεις.
   Αυτές, απ’ τη ζωή τη σχολική, τότε που σαν τη μέλισσα αχόρταγα ρουφούσες, χωρίς τα τωρινά σου τα προβλήματα, για τα καλά στη γύρη της ανεμελιάς ακουμπισμένος. Αυτές, τις όμορφες της νιότης σου στιγμές, που στης καρδιάς τα βάθη  έχουν φωλιάσει.  Και τ’ άγουρα εκείνα χρόνια αποζητάς της αθωότητας, που τόση δίψα είχες  για ζωή και την ασχήμια ακόμα, ομορφιά θωρούσες.
   Και  μες τη νεκρική τη σιγαλιά, γνώριμες νοιώθεις πως ακούς φωνούλες  και λαχανιάσματα, στην κάψα εκεί του παιχνιδιού.  Είν’ οι φωνές όλων εκείνων των συμμαθητών μας, που αναπνέανε στον ίδιο τον σκοπό και μας συντρόφευαν στα ίδια καρδιοχτύπια. Κι όλοι μαζί στις λύπες και μικροχαρές, με μιά φιλία άδολη, αγνή, που ρίζωνε για τα καλά μες’ τις καρδιές, που οι πιότεροι και σήμερα για τα καλά  φυλάμε.    
….Τώρα, μήτ’ έδρα στέκει εκεί κι ο δάσκαλος ταξίδεψε στο χρόνο.  Αράχνιασαν οι αίθουσες, μα υφαντό της γνώσης δεν υφαίνουν. Ο ήλιος δεν ζεσταίνει τις καρδιές, σαν άλλοτε, βαριεστημένα τις αχτίδες γυροφέρνει. Του ρολογιού οι δείχτες σταματήσαν, σε σχόλασμα μεσημεριού.
   Στους τοίχους ξεχασμένες οι εικόνες, μιά του Χριστού και γύρω των Ηρώων,ακόμα στέκουν μάρτυρες εκεί, να διηγούνται περασμένα μεγαλεία. Στον τοίχο μισοκαρφωμένος και  ο άλλοτε κραταιός μαυροπίνακας, σήμερα γερασμένος και κάτωχρος, πνέει τα λοίσθια απ’ τη σκόνη της κιμωλίας που τον πότισε.
    Νάτος πιο κει κι ο χάρακας, στο πάτωμα ριγμένος, σαν το σκουπίδι χάσκει στη γωνιά … αυτός, που κάποτε,  ρίγη  σκορπούσε στ’ άκουσμά του. Να και η σόμπα, με πεσμένο το μπουρί, που όλοι εμείς πυρώναμε τα χέρια, τώρα την καρβουνόσκονη στο πάτωμα σκορπίζει.
   Κι αυτά τα σαραβαλιασμένα  τα θρανία, θαρρώ πως γνώριμα θα βγούνε στον καθένα, φτάνει απάνω τους να σκύψουμε νοσταλγικά,  με μιά παλάμη πρόθυμη τη σκόνη να σκουπίσει.
   Ονόματα πολλά, τότε θα ιδούμε, ολούθε  χαραγμένα, γραμμένα να θυμίζουν, των παιδικών μας χρόνων, μάθησης μόχθο και οράματα, του χθες της ύπαρξης μας  αποδείξεις.
   Κι αν πληγωμένα στέκουν σήμερα στο χρόνο, τότε πληγή δεν ήτανε η χαρακιά, μα έρωτας τρανός, μικρών παιδιών φωλιές μιας άδολης αγάπης.
   Κι όπως τα μάτια θα βουρκώνουνε στις θύμησες, όλο και κάποιο δάκρυ θα κυλήσει καταγής και σαν διαμάντι θα λαμποκοπά,  πάνω στα ίδια αχνάρια, που  κάποτε αφήσαμε.
   Κι  η πόρτα του Σχολειού μας η βαριά, όταν ξοπίσω μας κάθε φορά θα κλείνει,  μ’ ένα τριγμό στενάχωρο, λυπητερό, στο κάθε μας προσκύνημα ….«Σύρετε  πάλι στο καλό» ….θα γνέφει στον καθένα.
  Κι ύστερα πάλι ολομόναχη, ακοίμητη  φρουρός των παραδόσεων θαξαναστέκει,για όσα χρόνια ακόμα χρειαστούν.Και όλο θα αντιστέκεται για  να προλάβει,  ξέροντας των καιρών τα γυρίσματα, την …. Άνοιξη,  που δεν μπορεί, παρά μιά μέρα θα  ξανάρθει.
   Και θα την ξαναζήσει,  όπως και τότε,  όταν κάποια απ’ τα μελλοντικά εγγόνια μας, μιά μέρα γυρίσουν πίσω στις ρίζες τους, κουρασμένα απ’ την περιπλάνηση κι ένα τσούρμο νέα παιδιά αραδιάσουν.
  Κι όλο θα υποκλίνεται παραμερίζοντας κάθε πρωί στο πέρασμά τους,  και στοργικά θα τα κοιτάει, σαν θα  διαβαίνουν για να μπουν, στης γνώσης το ναό …. κι αυτά να κοινωνήσουν.

Βουνά μου εσείς περήφανα
Γιάννης .Ν. Κουλοτούρος

Βουνά μου εσείς πανέμορφα, καθάρια, ανταριασμένα, που σε πλαγιές λοφάκια σας στέκουνε σκαλωμένα, τα φτώχο-χωριουδάκια μας, που αιώνες μας φυλάτε … να ’στε καλά να ορθώνεστε, μνήμες να μας ξυπνάτε … κι εκείνα τα σπιτάκια μας τα έρμα, τα καημένα, στην αγκαλιά σας κλείστε τα, για να μην νοιώθουν ξένα.
Θεριόψυχοι μου γίγαντες με φαλακρό καυκί σας … και άλλα με την κόμη σας στο πράσινο του ελάτου, του κέδρου την απόχρωση, του πουρναριού, του σκίνου και της οξιάς το πύρωμα, του θυμαριού το μύρο … που αψηφάτε αέρηδες, σεισμούς, πλημύρες, χιόνια …πάντα μες την καρδούλα μας το νόστο να κρατάτε και στη γενέθλια τη γη, πίσω να μας γυρνάτε.
Βουνά μου κακοτράχαλα, όλα σα σμιλεμένα, παρθένα και απόκρημνα μες των πουλιών τις νότες, των αγριμιώνε τις κραυγές … αητών αραξοβόλι … τ’ ανθρώπου το δρασκέλισμα στων κάστρων σας τις πόρτες, παντοτινά να αισθάνεστε, πατρώας γης ιππότες.
Βουνά μου εσείς δαφνοστεφή, με αίμα ποτισμένα … τάφοι αντρειωμένων μας που πέσαν για πατρίδα ή στον εμφύλιο σπαραγμό απ’ αδερφών το χέρι … ποτέ μην ξαναζήσετε στιγμές σαν κειές στο χρόνο … πόνων, θανάτων, οιμωγών, μανάδων το χαμπέρι … ο τόπος τούτος ρήμαξε, κανείς δεν περισσεύει.
Βουνά μου εσείς αθάνατα, που όλα τα γροικάτε κι όλα τα καταγράφετε σε κειά σας τα κιτάπια … απ’ αλλαγές των εποχών, καημούς, χαρές ανθρώπων, που ρίζωσαν, που ρήμαξαν στου χρόνου μας τη δύνη … κι όλους ονοματίζετε στα τόσα λιθαράκια, των σπλάχνων σας σαν φεύγουνε, η μνήμη τους να μείνει.
Βουνά μου απ’ τις ράχες σας ανατολή και δύση, του ήλιου στο στερέωμα εκεί έχω γνωρίσει, τόσο πανώριες, ήρεμες … και γύρω τον ορίζοντα γιατί είχατε κλεισμένο … τώρα … στην εποχή των «σκουπιδιών» που ζω, καταλαβαίνω.
Βουνά μου εσείς δροσοπηγών, νερών κρουσταλλιασμένων, που ξεδιψούν στο διάβα του τον κάθε στρατοκόπο, να παίρνει δύναμη, πνοή … και κειό τους το κελάρυσμα, φωνές των περασμένων λες του ξυπνούν που του ιστορούν πως ήτανε ο τόπος σαν έσφυζε από ζωή.
Βουνά μου με ξωκλήσια μας στο κάθε σας λοφάκι … «φωλιές» αγίων, ασκητών, μαρτύρων μας της πίστης … που γέμιζαν στη χάρη τους και στο μονοπατάκι του καθενός δεν μπόραγες ούτε να ξεμυτίσεις … τώρα, ελάχιστους θα ιδείς σε μνήμη τους ή βόλτα … μισόκλειστοι κι οι δρόμοι τους από κλαριά και χόρτα.
Βουνά μου εσείς που σκύβατε σα νιός να σας ανέβω, σε εκδρομές μαθητικές, κυνήγια και πορείες … για μάζεμα της ρίγανης και του τσαγιού τους κλώνους … σα γέρασα κι απόκαμα, ψηλώνετε το βλέπω … και τις στιγμές όλες εκειές, μόνο αναμοχλεύω.
Βουνά μου εσείς αγέραστα απ’ τη φθορά του χρόνου, μην είδατε τα νιάτα μου να μου τα φέρτε πίσω … να σας σιμώσω και να ’ρθω ψηλά εκεί απάνω … κι αφού μια μέρα ολόγιομη γυρίσω κι ατενίσω … τις ομορφιές ολόγυρα όλες μόλις χορτάσω … να γύρω σε μια ράχη σας κι εκεί να ξεψυχήσω.
Βουνά μου Κραβαρίτικα μιάς γης π’ αργοπεθαίνει … τη μια … κι από «ρομαντικούς» την άλλη ανασταίνει … στείλτε την αύρα, τη δροσιά, την κάθε σας ανάσα … σ’ όλης της γης τα πέρατα και κάντε κόσμος νά ’ρθει και να ριζώσει απάνω σας, φευγάτος ντόπιος, ξένος … στον τόπο μας που από ομορφιές, παντού είναι ζωσμένος.
ΦΩΤΟ:Αρδίνης


ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΜΑΣ ΜΟΥΣΕΙΑ

 Αποτέλεσμα εικόνας για λαογραφικο μουσειο πλατανου ναυπακτιας

    Του κάθε λαογραφικού μουσείου μας τα λίγα τετραγωνικά, διαβάτη Εσύ ταξιδευτή σαν σεργιανίσεις, κειμήλια μιας άλλης εποχής που ζήσαμε θα βρεις. Και πίστεψέ με άδικο θα ’ναι κάποια απ’ αυτά αλόγιστα να κάτσεις και να λοιδορήσεις, χωρίς  να ιδείς, ν’ ακούσεις, να  συναισθανθείς.
    Το υλικό τους, σ’ άλλα πλούσιο, σ’ άλλα φτωχό  … μα μεράκι όλα, των ανθρώπων τους κι αυτό έχει αξία και με αγάπη τους τρανή, που ξεχειλίζει για τον τόπο τους αυτό, που προσκυνάνε σα Θεό τους, σα λατρεία.
    Έργα ζωής γι αυτούς σημαντικά, που μπρός σου ορθώνονται να τα γνωρίσεις κι είναι τα πιότερα απ’ τα κτίσματα αυτά, παλιά σχολειά, δεμένα με χαρές, καημούς  και συγκινήσεις.    
    Για σπίτι, για δουλειά, για οδοιπορίες, έχουν  απ’ όλα φίλε μου ένα σωρό κι οι κρεμασμένες άχρωμες των τοίχων τους φωτογραφίες,  αποτυπώνουνε ανάγλυφα εκείνο τον καιρό.
    … Η ρόκα με τον αργαλειό σε μιά γωνία, που ανάστησαν γενιές μας και γενιές, για ρούχα υφαντά, πλεχτά … για κρύα … εκείνη η παλιά  μας  ραπτομηχανή … το σίδερο με κάρβουνα αναμμένα … η λάμπα  με φυτίλι και γυαλί  … το καντηλέρι για σκοτάδια σκορπισμένα … η πυροστιά, η γάστρα η μοσχομυριστή … Η τσάπα, το αλέτρι, το δικράνι, το κλαδευτήρι, το δρεπάνι,  ο κασμάς … κειο  το δικέλλι, η τσουγκράνα κι ότι ξεχασμένο, που δίναν στα χωράφια μας  ζωή … Ο ταβλαμπάς  για βούτυρο και άλλα και  το σκαφίδι να ζυμώνουμε ψωμί …κειό  το στατέρι να ζυγίζουμε στο χέρι …  η γκαζιερoύλα μας με φλόγα της  χλωμή … η ποτιστρούλα μας νερό  βρύσης  να φέρει …η σαρμανίτσα μας  μωρό να κοιμηθεί.
    Κοντολογίς και τι ν’ απαριθμήσω, ως δεν τα βάζει ο νους σου  Εσύ μπορείς να ’δεις, γι αυτό κι Εγώ για έκπληξη εδώ θα σταματήσω, γύρνα τα όλα και απ’ όλα θε να βρεις.
    Σ’ όλα τα σκεύη τους και εργαλεία,   αν ψάξεις λίγο με τα μάτια της ψυχής, αποτυπώματα θα ιδείς εις στο καθένα,  χεριών ανθρώπων μας  να συγκρατούν, που τα κρατούν ζωντανεμένα.
    Και στις παραδοσιακές  τους ντυμασιές  ολόγυρά σου,   ιδρώτα κι αίμα  θα αισθανθείς  να στάζουνε  απ’ τις μπαλωματιές  … κι  απ’ τις  πτυχές,  λύπες, χαρές να ξεπηδούν …  μιας εποχής γκρίζας και μακρινής για σένα,   μα για εμάς που την εζήσαμε,  τόσο ρομαντικής  και  κοντινής.

                                                                                                              Γιάννης .Ν. Κουλοτούρος



Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΧΛΑΔΟΚΑΣΤΡΟ
Το Δημοτικό Διαμέρισμα Αχλαδόκαστρου
Άπαρτο κάστρο μου Εσύ, τρανής ομορφιάς
Χαζεύεις στα πόδια σου του Ευήνου τη ρότα
Λοξά απ’ το «Βουνάκι» σου, το γιοφύρι τηράς
Αρτοτίβας που βάφτισαν, όπως σ’ έλεγαν πρώτα.
Διαφέντευες κάποτε, των χωριών μας τις τύχες
Ο Κατής κι ο Κοτζάμπασης, έδρα είχαν εδώ
Και το «Πρόσχιον» νόμισμα, στα σπλάχνα σου βρήκες
Αυτό χρόνια του Δήμου μας, όνομά του λαμπρό.
Στα στενά τα δρομάκια σου, φτερουγίζεις αιώνες
Τ αρχαιότερο λένε πως είσαι χωριό
Ρωμαλέο, πανέμορφο, καλοκαίρια, χειμώνες
Ο διαβάτης, σ’ αισθάνεται, που θα σώσει ως εδώ
Γιάννης .Ν. Κουλοτούρος
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝΗ
Φωτογραφία της Γιάννα Σιαμά.
Εις τα ριζά της Παπαδιάς στέκεσαι σκαλωμένη,
Λεύτερη μα κι αδάμαστη, στην Τούρκικη σκλαβιά …
Ελάτια … καστανόλογγοι … σε έχουνε ζωσμένη …
Υπέροχα ψηλά βουνά … και γάργαρα νερά.
Θέλγουν τα πατρογονικά σπιτάκια, τις γενιές Σου …
Επιστροφή στα πάτρια, οι μνήμες Σου ξυπνούν …
Ρουφάνε δάκρυα χαράς … καημών, οι ρεματιές Σου,
Ιθάκη Εσύ παντοτινή … όσων στα ξένα ζουν.
Ασβεστη φλόγα Σου κρατούν, πανήγυρεις, γιορτές Σου,
Νυφούλα μου Συλλόγων Σου … που όλοι τους μοχθούν,
Η ανάσα Σου νάν’ εσαεί … δεμένη με το χθες Σου
Γιάννης .Ν. Κουλοτούρος
Share on Google Plus

About Natalie Press 1

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου