Ἐφέτος ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού συνεκλήθη τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά ἀντιμετωπίση τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας τοῦ Πατρός καί ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», δηλαδή ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε, ὁπότε εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός δημιουργημένος διά τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός. Οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συνέταξαν τά πρῶτα ἑπτά (7) ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τό γνωστό «Πιστεύω».
Ὅταν συνεκλήθη ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁ Μέγας Βασίλειος δέν εἶχε γεννηθῆ, γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά τήν Σύνοδο, τό 330, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε τό 329, τέσσερα χρόνια μετά ἀπό τήν Σύνοδο, καί οὔτε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἀκόμη γεννηθῆ, ἀφοῦ γεννήθηκε δέκα χρόνια μετά, ἤτοι τό 335. Καί οἱ τρεῖς ἦταν Καππαδόκες καί ἔγιναν ἐκφραστές τῆς λεγομένης Καππαδοκικῆς θεολογίας, εἶχαν ἀποδεχθῆ τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί διεδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στήν ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεών της, καί τό σπουδαιότερο, ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γι’ αὐτό χαρακτηρίζεται Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Συγκεκριμένα, ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπηρέασε σημαντικά τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ δύο χρόνια πρίν τήν σύγκλησή της, τό 379, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπῆρξε σέ κάποιο διάστημα ὁ Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὕστερα παραιτήθηκε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἦταν γραμματεύς τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί συνετέλεσε καί στήν διατύπωση τοῦ ὅρου της καί στήν ἐπικράτησή της. Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γεννήθηκε τό 349, περίπου 24 χρόνια μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, δέν συμμετεῖχε στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεών τους στόν λαό μέ τό δεινό ἱεροκηρυκτικό του χάρισμα.
Στήν σημερινή εἰσήγηση θά ἀναφερθῶ στίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στά γεγονότα πού ἀκολούθησαν καί στήν σημαντική προσφορά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεώς της, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν προετοιμασία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συμπλήρωσε τό ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν ὁλοκλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Εἶναι ἕνα θέμα πολύ ἐνδιαφέρον ἀπό κάθε πλευρά καί ἀφιερώνεται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἑπομένως, θά χωρίσω τό θέμα σέ τρεῖς ἑνότητες: Πρῶτον, στήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀρείου καί τήν ὀρθόδοξη ἀπόφαση γιά τήν Θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, στά ὅσα ἀκολούθησαν στό διάστημα μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τρίτον, στήν θεολογική προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, στήν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Πρόκειται γιά μιά ἱστορικοθεολογική εἰσήγηση, στήν ὁποία θά φανῆ ἡ διαφορά σκέψεως μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καί τῶν μεγάλων ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
1. Ἡ ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, κορυφαῖος δογματικός θεολόγος, καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔκανε μιά πρωτότυπη καί εὐφυῆ ἀνάλυση τοῦ πῶς ὁ Ἄρειος καί οἱ Ἀρειανοί ἔφθασαν στό νά ἀρνηθοῦν τήν Θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στήν Συρία τόν 2ο καί 3ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρχαν φιλόσοφοι πού ἀκολουθοῦσαν τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία πού ἔκανε λόγο γιά τήν ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε μεταβλητό πράγμα ἔχει τό «δυνάμει» καί «ἐνεργείᾳ», πού σημαίνει ὅτι τό μεταβλητό τελειοποιεῖται ἀπό τό «δυνάμει» στό «ἐνεργείᾳ». Ὅμως, στά ἀμετάβλητα πού εἶναι τό Ὄν δέν ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, ἀφοῦ εἶναι τέλειο κατά τήν φύση του καί δέν χρειάζεται νά τελειοποιηθῆ.
Οἱ Χριστιανοί θεολόγοι τότε στά μέρη ἐκεῖνα ὑποστήριζαν σέ συζητήσεις μέ τούς φιλοσόφους ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο «ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης», δέν ὑπῆρχε προηγουμένως καί δημιουργήθηκε μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλόσοφοι ἀντέτειναν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι τέλειος, εἶναι μεταβλητός, γι’ αὐτό τόν δημιούργησε γιά νά τελειοποιηθῆ ὁ ἴδιος, σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, ἀπό τό δυνάμει νά φθάση στό ἐνεργείᾳ. Τότε οἱ Χριστιανοί φιλοσοφοῦντες Θεολόγοι ἀπάντησαν στούς φιλοσόφους μέ τήν διδασκαλία γιά τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί κατά τήν οὐσία Του εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί ἀμετάβλητος, ἐνῶ δημιουργεῖ τόν κόσμο μέ τήν ἐνέργειά Του. Ἔτσι, ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ κόσμου, εἶναι ἀπόλυτα τέλειος, ἀνενδεής καί ἐλεύθερος. Μέ τόν τρόπο αὐτόν εἰσήγαγαν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό ἀπό πλευρᾶς φιλοσοφικῆς.
Ὅμως, στήν συνέχεια οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι, ἀφοῦ εἶχαν ἀποδεχθῆ ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, καί μέ αὐτήν τήν θεολογία ἀντιμετώπισαν τούς φιλοσόφους γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, προσπάθησαν νά δοῦν καί νά ἑρμηνεύσουν τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας (περίπου 200-275 μ.Χ.) ταύτιζε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ὁπότε, κατ’ αὐτόν, ὑπάρχει μία οὐσία-ὑπόσταση καί ἔχει δύο ἐνέργειες, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτό χαρακτηρίστηκε ὡς ἐνεργητικός μοναρχιανισμός πού καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία στήν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τό ἔτος 268.
Ὁ Σαβέλλιος (2ος-3ος μ.Χ.) εἰσηγεῖται τόν τροπικό μοναρχιανισμό, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἀποκαλύπτεται μέ τρεῖς τρόπους, ὡς Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀκολουθώντας τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόσταση ἡ ὁποία ἔχει τρεῖς ὀνομασίες, σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα, ἀπέδιδε στόν Θεό, ὅτι καί ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ἁπλῆ μονάδα καί ἔχει τρεῖς τρόπους ἐνεργείας, ὡς Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα, χρησιμοποιώντας τήν λέξη πρόσωπο πού πρῶτος εἶχε εἰσαγάγει ὁ Ἱππόλυτος, μέ τήν ἔννοια τοῦ προσωπείου (μάσκας).
Τήν αἵρεση τοῦ Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε ὁ Λουκιανός καί οἱ μαθητές του, πού χαρακτηρίστηκαν Συλλουκιανιστές, καί ἀκολούθησε ὁ Ἄρειος. Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν φιλοσοφική ἄποψη στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει μία οὐσία-ὑπόσταση, ὁ Πατήρ, καί ὁ Λόγος ὡς ἐνέργεια τοῦ Πατρός ἐνηνθρώπησε, ὁπότε μέσα στόν ἄνθρωπο πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία κατοικεῖ ὁ Λόγος πού εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί ὄχι ὁ Θεός Λόγος, ἕνα ἰδιαίτερο Πρόσωπο.
Ἐπί πλέον, οἱ μαθητές τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως καί τοῦ Λουκιανοῦ, ὅπως ὁ Ἄρειος, προσήρμοσαν τήν διδασκαλία τοῦ καταδικασθέντος αἱρετικοῦ Παύλου Σαμοσατέως, μέ τό ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δημιουργεῖ τόν Λόγο κατά βούληση καί δέν γεννᾶ κατά φύση, γιατί, κατά τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία τό κατά φύση εἶναι κατ’ ἀνάγκην, ἀφοῦ ὁ Θεός-Πατήρ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί δέν ὑπόκειται στήν ἀνάγκη. Ὁπότε ἡ σχέση μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ εἶναι κατ’ ἐνέργεια καί κατά βούληση καί ὄχι κατ’ οὐσίαν σχέση. Ἕτσι, ὁ Ἄρειος ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός ἐκτίσθη ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι τό πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, γι’ αὐτό καί «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ἐπίσης ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἑτερούσιο κτίσμα ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι τρεπτός καί ἀγνοεῖ τόν Πατέρα, καί ὅτι μετά τόν Υἱό δεύτερη δημιουργημένη δύναμη εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Οἱ Πατέρες στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καταδίκασαν τίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Ἀρείου, ὅπως φαίνεται στό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ τίς φράσεις: «Τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ», «γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί», «σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα».
Στό τέλος δέ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καταγράφησαν καί οἱ ἀναθεματισμοί:
«Τούς δέ λέγοντας "ἦν ποτε ὅτε οὐν ἦν" καί "πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων" ἐγένετο, ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως" ἤ "οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ τρεπτόν, ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
Βέβαια οἱ Πατέρες τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν συγκρότηση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, εἶχαν ὑπ’ ὄψη τους τόν τύπον τῶν διαφόρων τοπικῶν ὁμολογιῶν πίστεως ἤ βαπτιστηρίων συμβόλων καί πάνω σέ αὐτά συνέταξαν τό νέο Σύμβολον τῆς πίστεως γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σέ κείμενο πού γράφηκε μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί περί τό 350-352 μέ τίτλο «περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου» ἀναφέρεται διεξοδικῶς στά θέματα πού ἀντιμετωπίσθηκαν στήν Σύνοδο αὐτή καί καταδικάστηκαν.
Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι στήν ἀρχή οἱ Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο αὐτή ἤθελαν νά γράψουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἀληθινή δύναμη καί εἰκόνα τοῦ Πατρός ὅμοιος καί ἀπαράλλακτος κατά πάντα πρός τόν Πατέρα, εἶναι ἄτρεπτος καί ἀδιαίρετος ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπειδή, ὅμως, ὑπῆρξε ἀντίδραση ὅτι τό «ὅμοιον» ἀποδιδόταν ἀπό κοινοῦ καί σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους καί στόν Λόγο, διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «εἰκών καί δόξα Θεοῦ», γι’ αὐτό, γιά νά τό διατυπώσουν σαφέστατα, εἶπαν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ὅμοιος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα καί ἀδιαίρετος ἀπό Αὐτόν, πράγμα πού δέν γίνεται μέ ἐμᾶς. Ἔτσι, τό «ἐκ τῆς οὐσίας» τοῦ Πατρός καί τό «ὁμοούσιος» ἀναιροῦν τά αἱρετικά φληναφήματα ὅτι ὁ Υἱός εἶναι γενητός (μέ ἕνα ν), «τρεπτός» καί «οὐκ ἦν πρίν γεννηθῆ». Ὅποιος δέν φρονεῖ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀντιτίθεται στήν Σύνοδο.
Εἶναι σημαντικό ὅτι στό κείμενο αὐτό ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παραθέτει, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί «ἀντίγραφον ἐπιστολῆς τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου κατά τοῦ Ἀρείου καί τῶν σύν αὐτῷ», ἡ ὁποία ἐπιστολή ἀπεστάλη στήν Ἐκκλησία τῶν Ἀλεξανδρέων, ἀφοῦ ἐκεῖ παρουσιάσθηκε κατ’ ἀρχήν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Στήν Συνοδική αὐτή ἐπιστολή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρονται οἱ φράσεις τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἄρειος καί οἱ ὁποῖες καταδικάστηκαν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως «ἐξ οὐκ ὄντων εἶναι» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, «πρίν γεννηθῆναι μή εἶναι», «εἶναι ποτέ ὅτε οὐκ ἦν» καί «αὐτεξουσιότητι κακίας καί ἀρετῆς δεκτικόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ λέγοντος καί κτίσμα ὀνομάζοντος καί ποίημα». Αὐτό τό τελευταῖο ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τό κτιστό ἔχει αὐτεξουσιότητα, δηλαδή ἐλεύθερη προαίρεση νά ἀποδεχθῆ τήν ἀρετή καί τήν κακία, ἐνῶ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος.
2. Τά μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί ὁμολόγησε τήν ὀρθόδοξη δογματική ἀλήθεια ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός, γεννήθηκε καί δέν κτίστηκε, εἶναι φῶς ἀπό τό φῶς, Θεός ἀληθινός καί δι’ Αὐτοῦ κτίστηκε ὁ κόσμος. Καί ἐνῶ θά ἀνέμενε κανείς ὅτι τά πράγματα θά εἰρήνευαν, ἐν τούτοις ἐντάθηκαν ἀκόμη περισσότερο. Οἱ Ἀρειανοί ἐξακολουθοῦσαν νά διδάσκουν τίς ἀπόψεις τους, καί ἐμφανίσθηκαν καί Πνευματομάχοι, διότι μαζί μέ τήν ἄποψή τους ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα δίδασκαν ὅτι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κτίσμα. Αὐτό ὑποστήριζε καί ὁ Μακεδόνιος Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν Μακεδονιανοί.
Ἀκόμη, ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας (περίπου 310-360), ἀκολουθώντας τήν πλατωνική καί νεοπλατωνική φιλοσοφία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα, ψυχή καί νοῦ, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τό σῶμα, τήν ἄλογη ψυχή, ὄχι, ὅμως, καί τήν λογική καί ἐλεύθερη ψυχή (= νοῦ καί πνεῦμα) καί τήν θέση τοῦ νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος. Ἔτσι, ἠρνεῖτο τό πλῆρες καί τέλειο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πού προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἐπί πλέον ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου (335-394 μ.Χ.) καί ἄλλοι ὁμόφρονές του, πού χαρακτηρίζονταν Ἀρειανοί, Ἀνόμοιοι, ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα δέν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα πρός τόν Πατέρα καί εἶναι τρεπτοί δοῦλοι Του. Ἐπίσης, ταύτιζαν τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργεια.
Ὅλες αὐτές οἱ νέες αἱρέσεις δέν διατυπώνονταν ἁπλῶς θεωρητικά καί ἀνώδυνα, ἀλλά ἐπιθετικά ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων καί ἰδίως ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πολλές φορές χρησιμοποιώντας καί τήν πολιτική ἐξουσία καί πρό πάντων διατυπώνονταν Συνοδικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι συγκαλοῦνταν σέ διάφορα μέρη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας Σύνοδοι Ἐπισκόπων καί διατύπωναν τίς ἀπόψεις τους καί, μάλιστα, ἐξέδιδαν καί δικά τους Σύμβολα. Καί, βέβαια, μέσα σέ ὅλες αὐτές τίς αἱρετικές ἀπόψεις ὑπῆρχαν καί ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὑπῆρξαν δύο ἄκρα, οἱ ζηλωτές καί οἱ φιλελεύθεροι-αἱρετικοί.
Ἀπό τό ἔτος 325 μ.Χ. πού συνεκλήθη στήν Νίκαια ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέχρι τό ἔτος 381 πού συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλαδή 56 χρόνια, συνεκλήθηκαν περίπου 50 πολυπρόσωπες Σύνοδοι μέ διαφορετικές ἀπόψεις πού δημιουργοῦσαν χάος στήν Ἐκκλησία. Οἱ κυριότερες Σύνοδοι τῶν Ἀρειανοφρόνων ἦταν: Ἀντιοχείας (μεταξύ 326-331), Καισαρείας (334), Τύρου (335), Ἱεροσολύμων (335), Κωνσταντινουπόλεως (336), Ἀντιοχείας (341), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Σιρμίου (359) Ἀριμινίου Ἰταλίας καί Σελευκείας Ἰσαυρίας (359). Οἱ κυριότερες Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν: Γάγγρας (μεταξύ 340-342), Σαρδικῆς (342 ἤ 343), Ἀντιοχείας (344), Ἱεροσολύμων (346), Μεδιολάνων (347), Καρθαγένης (348), Ἀλεξανδρείας (362 καί 363), Ἀντιοχείας (363), Ρώμης (371 ἤ 372), Ἰκονίου (376). Ἀπό τίς Συνόδους αὐτές ἄλλες ἦταν Ὀρθόδοξες καί ἄλλες αἱρετικές, ἄλλες καταδίκαζαν τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί ἄλλες τόν ἀποκαθιστοῦσαν, ἄλλες κατήρτιζαν νέο Σύμβολο, ἄλλες ὄχι.
Ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι τήν περίοδο μεταξύ τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά 56 ὁλόκληρα χρόνια, γίνονταν πολλές θεολογικές συζητήσεις, δημιουργήθηκε μεγάλος ἀναβρασμός, συγκλήθηκαν πολλές Σύνοδοι καί ψηφίζονταν νέα Σύμβολα μέ διαφορές μεταξύ τους. Ἐως ὅτου κατά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καθορίσθηκε τό ὁλοκληρωμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως πού ἔχουμε σήμερα, ἀφοῦ ἔγιναν μερικές προσθῆκες, ἀφαιρέσεις καί ἀλλαγές στό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Ὅταν συγκρίνουμε τά δύο Σύμβολα τῆς Πίστεως, μεταξύ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Α΄ καί Β΄, βλέπουμε τίς διαφορές μεταξύ τους. Συγκεκριμένα:
Στό Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀφαιρέθηκε ἀπό τό δεύτερο ἄρθρο ἡ φράση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός , Θεόν ἐκ Θεοῦ... τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ γῇ», καθώς ἐπίσης ἀφαιρέθησαν στό τέλος οἱ ἀναθεματισμοί: «Τούς λέγοντας ὅτι "ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν" καί "οὐκ ἦν πρίν γεννηθῆ" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο", ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἤ οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ "τρεπτόν", ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τούς τοιούτους ἀναθεματίζει ἡ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».
Προστέθηκαν δέ τά ἄλλα ἑπτά ἄρθρα πού ἀναφέρονται στό Ἅγιον Πνεῦμα, στήν Ἐκκλησία, τό Βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή τοῦ μέλλοντος, δηλαδή τά ἄρθρα: «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν. Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογοῦμεν (ῶ) ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Αὐτές εἶναι οἱ μεταβολές ἤ προσθαφαιρέσεις πού ἔγιναν στό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἔχουμε τώρα τό ὁλοκληρωμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως, καί ἔγιναν γιατί ἐν τῷ μεταξύ μέ τίς θεολογικές συζητήσεις ἔπρεπε νά διευκρινισθῆ ἡ ὁρολογία στά θεολογικά αὐτά ζητήματα. Ἄλλωστε, ὑπάρχει στήν θεολογία ἕνας ἰσχυρός κανόνας ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας.
Σέ αὐτό τό ἔργο μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο σημαντικό ρόλο διεδραμάτισαν οἱ τρεῖς Καππαδόκες Πατέρες, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού θά τό δοῦμε συνοπτικά στήν τρίτη ἑνότητα τῆς ὁμιλίας μου καί δείχνει τήν προσφορά τους.
3. Ἡ θεολογική προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων
Μέσα σέ αὐτήν τήν θεολογική θαλασσοταραχή πού βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία καί μέσα σέ αὐτήν τήν θεολογική ἀνεμοθύελλα γιά 56 χρόνια, μεταξύ τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπεδείχθησαν μεγάλοι Πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, ἰσχυροί θεολόγοι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ὡσάν πνευματικοί καπετάνιοι τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας μέσα σέ αὐτήν τήν φουρτούνα κατάφεραν μέ τά χαρίσματά τους, τήν εὐστροφία τους, τήν παιδεία τους, ἀλλά καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά φθάσουν στήν ὁλοκλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί γενικά στήν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Χρειάστηκε, ὅμως, ὅλη αὐτήν τήν περίοδο νά ἀλλάξουν ὁρολογία, νά ἀναπτύξουν ἔτι περισσότερο τόν ἀποκαλυπτικό λόγο καί νά δώσουν μεγάλους ἀγῶνες μέ τούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους πού ἦταν αἱρετικοί.
Οἱ μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔγινε στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους καί αὐτοί ἦταν «πείρᾳ μεμυημένοι», ἀλλά εἶχαν καί τήν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους, ἐνῶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀκολουθοῦσαν μόνον φιλοσοφικές προϋποθέσεις θεολογήσεως, ὅπως τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν Νεοπλατωνικῶν. Θά δοῦμε μέ πολλή συντομία ποιά ἦταν ἡ προσφορά τους στήν θεολογία καί τήν Ἐκκλησία. Μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐμφανίσθηκαν πολλοί αἱρετικοί πού θά ἀναφερθοῦν μέ συντομία, ὡς πρός τόν ὅρο ὁμοούσιος πού χρησιμοποίησε ἡ Σύνοδος.
Ἦταν οἱ Ἀνόμοιοι ἤ ἀλλοτριούσιοι ἤ ἑτερούσιοι, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Υἱός ἔχει διαφορετική ἐντελῶς οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ἦταν οἱ Ὅμοιοι, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά συμβιβάσουν τούς Ἀνομοίους μέ τούς Ὁμοουσιανούς καί ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός ἔχουν μόνον μιά ἐξωτερική ὁμοιότητα μεταξύ τους. Ἀκόμη, ἦταν οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Υἱός ἦταν ὅμοιος κατά πάντα μέ τόν Πατέρα, καί ὡς πρός τήν οὐσία, ἀλλά δέν δέχονταν ὅτι ἦταν ταυτούσιος ἤ ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί ἀπέρριπταν τόν ὅρο ὁμοούσιος. Βεβαίως, ὑπῆρχαν καί οἱ Ὀρθόδοξοι, πού ἔμειναν πιστοί στόν ὅρο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁμοούσιος, ἀλλά γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα ταύτιζαν τόν ὅρο οὐσία μέ τόν ὅρο ὑπόσταση καί δέχονταν στόν Θεό μία οὐσία καί μία ὑπόσταση, λέγοντας μία ὑπόσταση, μία θεότητα. Τελικά, οἱ ἀρειανόφρονες Ἀντιομοουσιανικές παρατάξεις προσπαθοῦσαν νά πείσουν τούς Ὀρθοδόξους Ὁμοουσιανούς νά ἐγκαταλείψουν τόν ὅρο ὁμοούσιος καί νά δεχθοῦν κάποιο συμβιβαστικό κείμενο.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά διευκρινισθοῦν ἀκόμη περισσότερο οἱ ὅροι οὐσία καί ὑπόσταση, καί νά καθορισθοῦν καθαρότερα γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοί. Αὐτό τό ἔργο ἀνέλαβαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες μέ σκοπό νά ἑνώσουν τούς διαιρεμένους Χριστιανούς πού παρέμειναν στόν ὅρο ὁμοούσιος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά τόν διέκριναν ἀπό τό ὑπόσταση-πρόσωπο. Θά τό δοῦμε αὐτό μέ συντομία, καταγράφοντας τά βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπερμάχησε πρό καί μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά λόγῳ ἡλικίας καί διαφόρων ταλαιπωριῶν, ἐξοριῶν καί διώξεων ἦταν «κεκμηκώς πολεμίζων», κατά τήν φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί δέν μποροῦσε νά ἀνταπεξέλθη στούς νέους καί πολλούς αἱρεσιάρχες. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί οἱ τρεῖς αὐτοί Καππαδόκες σέβονταν ὡς «Γέροντά» τους τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τούς ἐμπιστευόταν ὡς διαδόχους του. Γενικά, οἱ τρεῖς Πατέρες Καππαδόκες δέν θεολογοῦσαν φιλοσοφικά, ὅπως τό ἔκαναν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογία τους, τόν ἡσυχασμό, δηλαδή μέσα ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους. Ἔχοντας αὐτούς ὡς ὑπόδειγμα, ἀκολούθησαν τήν ἀσκητική ὁδό καί ἐξέφρασαν τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μέγας Βασίλειος στά ἔργα του ἐξέφραζε τήν ἡσυχαστική ζωή, τήν σχέση μεταξύ ἱερᾶς ἡσυχίας καί ἐμπειρικῆς θεολογίας ὡς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας αὐτήν τήν ἐμπειρική θεολογία εὕρισκε τούς κατάλληλους ὅρους γιά νά ἀντιμετωπίση τούς αἱρετικούς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναπτύσσει ὅτι ἀληθινός θεολόγος εἶναι αὐτός πού καθάρισε τόν νοῦ καί ὁδηγήθηκε στήν θεωρία καί ὅσους δέν ἀκολουθοῦν αὐτή τήν μέθοδο τούς ἀποκαλεῖ «λογολέσχας», δηλαδή φλύαρους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Μωϋσῆ, ἀναλύει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν θεοπτία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.) δίδασκε ὅτι τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ (Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα) δέν δήλωναν τήν οὐσία, ἀλλά τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν δηλώνουν τό «τί ἐστι» (ποιά εἶναι ἡ οὐσία), ἀλλά «ὅτι ἐστί», ὅτι ὑπάρχει ἡ θεότητα ἤ τό πρόσωπο ἤ τό «ὅπως ἐστί», δηλαδή μέ ποιόν τρόπο ὑπάρχει τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τά τρία πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι ὁμοούσια ἤ ταυτούσια, ὄχι ἑτερούσια ἤ ἀλλοτριούσια, ἔχουν ὅμως διαφορετικό τρόπο ὑπάρξεως τῶν προσώπων, δηλαδή εἶναι τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό κοινό καί τῶν τριῶν Προσώπων εἶναι ἡ οὐσία καί τό ἴδιο εἶναι ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο. Ἔκανε, δηλαδή, τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως-προσώπου. Ἔτσι, διατυπώθηκε ἡ ὁρολογία ὅτι ὁ Θεός ἔχει μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις. Μέ αὐτήν τήν διάκριση ἔκανε μιά μεγάλη τομή στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές καί στά τρία Πρόσωπα, ἀφοῦ ὁ Πατήρ εἶναι ἡ «προκαταρτική» αἰτία, ὁ Υἱός «ἡ δημιουργική» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἡ τελειωτική». Ἐπί πλέον ἡ ἱερά Παράδοση πρέπει νά φυλάσσεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ καί δέν πρέπει νά μεταβάλλεται. Ἡ παράδοση εἶναι γνήσια, ὅταν εἶναι ἐμπειρία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δίδασκε τά ἴδια μέ τόν Μέγα Βασίλειο, εἶχε ὅμως καί κάποιες ἄλλες ἐκφράσεις. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας κατά τήν οὐσία ἤ φύση, ἀλλά τρεῖς κατά τά πρόσωπα ἤ ὑποστάσεις. Μιλώντας γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔγραφε: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον, καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία». Ἀκόμη, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε λογικά τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιά τήν οὐσία καί τίς ὑποστάσεις γράφει: «Ἀμέριστος (οὐσία) ἐν μεμερισμένοις (ὑποστάσεσιν) ἡ θεότης». Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε «ὅλο τό πρόσλημμα», ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται». Ἐθεολόγησε ἀσφαλῶς καί θεοπνεύστως γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, πράγμα πού εἶναι ἀκατανόητον λογικά. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι φῶς καί ζωή. Γράφει: «Ἦν καί ἦν καί ἦν, ἀλλ’ ἕν ἦν. φῶς καί φῶς καί φῶς, ἀλλ’ ἕν φῶς, εἷς Θεός... ἐκ φωτός τοῦ Πατρός φῶς καταλαμβάνοντες τόν υἱόν ἐν φωτί τῷ Πνεύματι, σύντομον καί ἀπέριττον τῆς τριάδος θεολογίαν».
Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργοῦσε στήν Παλαιά Διαθήκη «τό μέν πρῶτον ἀμυδρῶς» «τό δέ δεύτερον ἐκτυπώτερον» «τό δέ νῦν (Πεντηκοστή) τελεώτερον». Γράφει γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον, ἀλλ’ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον καί συναριθμούμενον... Ἦν οὖν ἀεί μεταληπτόν, οὐ μεταληπτικόν• τελειοῦν οὐ τελειούμενον• πληροῦν, οὐ πληρούμενον• ἁγιάζον, οὐχ ἁγιαζόμενον• θεοῦν, οὐ θεούμενον• αὐτό ἑαυτῷ ταυτόν ἀεί καί οἷς συντέτακται• ἀόρατον, ἄχρονον, ἀχώρητον, ἀναλλοίωτον, ἄποιον, ἄποσον, ἀνείδεον, ἀναφές, αὐτοκίνητον, ἀεικίνητον, αὐτεξούσιον, παντοδύναμον... ζωή καί ζωοποιοῦν, φῶς καί χορηγόν φωτός». Πάντα ὅσα ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ, πλήν τῆς ἀγεννησίας. Πάντα ὅσα ὁ Υἱός, τοῦ Πνεύματος, πλήν τῆς γεννήσεως. Ταῦτα δέ οὐκ οὐσίας ἀφορίζει (διακρίνει), κατά γε τόν ἐμόν λόγον, περί οὐσίαν δέ ἀφορίζεται». Γιά τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμός λόγος, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».
Ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στήν προϋπόθεση τῆς θεολογήσεως πού εἶναι ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία καί αὐτό διακρίνει τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τόν αἱρετικό τρόπο θεολογήσεως. Γι’ αὐτό ὑπογραμμίζει ὅτι τό θεολογεῖν δέν εἶναι ὅλων, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀκολουθοῦσε σέ ὅλα τόν ἀδελφό του κατά σάρκα, τόν Μέγα Βασίλειο, καί συνέχισε τόν δικό του ἀγώνα, ἀντιμετωπίζοντας τόν Εὐνόμιο, καί βέβαια εἶχε κοινά μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Δέν ἐπέμενε στό ποιός ἤ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά στό «πῶς» τῆς ὁμοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἔγραψε πολλά μυστικά-ἡσυχαστικά ἔργα. Ἐπέμενε στήν διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, στό ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὄντως ὄν», «ἄκτιστον», «ἀτελεύτητον», ἐνῶ τό ἐγκόσμιο εἶναι «ὑφεστόν», «κτιστόν» καί πρόσκαιρο.
Ἔκανε τήν διάκριση ὅτι ἡ διαφορά στά Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔγκειται στό «αἴτιον» καί τό «αἰτιατόν». Αὐτή ἡ διαφορά δέν ἔγκειται στήν φύση-οὐσία τῶν Προσώπων, πού εἶναι κοινή, ἀλλά στό «εἶναι», ἀφοῦ τό αἴτιον εἶναι ὁ Πατήρ πού εἶναι ἡ πηγή τῶν ἄλλων δύο, καί τό «αἰτιατόν» εἶναι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Πατήρ εἶναι πάντα «τό αἴτιον», ὁ Υἱός προέρχεται «ἐκ τοῦ αἰτίου» ὡς «αἰτιατόν» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα προέρχεται «ἐξ αἰτίας». Ἐπίσης, διηύρυνε τήν Χριστολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τονίζοντας ὅτι ὁ Λόγος ἀνέλαβε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση πλήν τῆς ἁμαρτίας. Ἔγινε ἡ ἕνωση θεότητας καί ἀνθρωπότητας, κατά τήν ὁποία ἡ θεότητα παραμένει ἄτρεπτη καί ἀναλλοίωτη, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μεταστοιχειώνεται μέν, ἀλλά παραμένει «ἀσύγχυτη» καθ’ ἑαυτήν καί δέν ἀπορροφᾶται ἀπό τήν θεία.
Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ἡ θεολογία τῶν τριῶν αὐτῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐπηρέασε σέ σημαντικό βαθμό καί τίς μετέπειτα Οἰκουμενικές Συνόδους πού ἀντιμετώπισαν ἄλλους αἱρετικούς, καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι μέχρι σήμερα ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ θεολογικές αὐτές ἀναλύσεις ἦταν λίγο κουραστικές, ἀλλά τό θέμα ἦταν θεολογικό καί δέν μποροῦσα νά τό ἁπλοποιήσω ἀκόμη περισσότερο. Μέ ὅσα εἶπα ἤθελα νά δείξω:
Πρῶτον, οἱ αἱρετικοί θεολογοῦσαν μέ τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφίας, Πλατωνικῆς καί Ἀριστοτελικῆς, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολογοῦσαν μέ τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ὅπως τήν διατύπωσαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση τῆς θεολογίας.
Δεύτερον, ἡ συγκρότηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀπό τίς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικές Συνόδους ἦταν προϊόν πολυετοῦς συζητήσεως καί ἔρευνας πάνω στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καί πνευματικῆς ἐμπειρίας καί προσευχῆς. Ἔγιναν πολλοί ἀγῶνες, οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν διωγμούς, ἐξορίες καί ἀπαιτήθηκαν μαρτυρικές προσπάθειες.
Τρίτον, σέ αὐτούς τούς ἀγῶνες σημαντικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ τρεῖς μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, ἤτοι Μέγας Βασίλειος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μεταγενέστερος χρονικά ἀπό αὐτούς, συνετέλεσε στήν στερέωση τῶν Χριστιανῶν μέ τήν ποιμαντική ἐργασία του καί τήν λαμπρά κηρυκτική του δράση.
Οἱ Πατέρες αὐτοί ἀκολούθησαν τόν Μέγα «πνευματικό στρατηγό», τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, καί ἀπεδείχθησαν ἀκραιφνεῖς θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας πού μέ τήν γνώση, τήν ἐμπειρία, τήν παιδεία, τήν διάκριση, τήν νηφαλιότητα ἐπέβαλαν τήν ἀληθινή θεολογία, κάνοντας μερικές διευκρινίσεις στήν ὁρολογία.
Ἑπομένως, ὅταν ἀκοῦμε τό Σύμβολον τῆς Πίστεως νά ἀπαγγέλλεται στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά αἰσθανόμαστε πνευματικό ρῖγος, βαθυτάτη συγκίνηση, διότι κάθε λέξη του εἶναι προϊόν μεγάλων ἀγώνων τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί τῶν τριῶν Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Πέρα ἀπό τόν ἀπέραντο αὐτόν σεβασμό πού πρέπει νά αἰσθανόμαστε σέ αὐτό τό εὐλογημένο καί ἁγιασμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως καί σέ κάθε λέξη του, πρέπει νά τό λέμε συχνά, νά τό μάθουμε ἀπό στήθους, νά τό ἀπαγγέλλουμε μέ ἱερότητα, γιατί εἶναι ποτισμένο μέ δάκρυα, ἱδρῶτες, αἷμα τῶν ἁγίων, ἐκτός ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου