Όποιος και να είναι ο νικητής των αμερικανικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου η Αμερική θα παραμείνει μια χώρα βαθιά διαιρεμένη μια χώρα με έναν όχι και τόσο ακήρυκτο εμφύλιο πόλεμο. Ακόμη και χωρίς την εμπρηστική ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, οι διαιρετικές γραμμές θα ήταν ούτως ή άλλως εκεί.
Το παράδοξο είναι ότι αυτή η βαθιά διαίρεση συμβαίνει στο φόντο μιας συνθήκης όπου τα πραγματικά διακυβεύματα ως προς την πολιτική που θα ασκηθεί την επόμενη μέρα δεν είναι τόσο μεγάλα.
Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα με την περίπλοκη διαδικασία αποφάσεων που έχει δεν επιτρέπει σε έναν πολιτικό πόλο να προχωρήσει μονομερώς και άλλωστε πολλές δεκαετίες τώρα τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έχουν τόσο μεγάλες διαφορές.
Και τα δύο αποδέχονται την ιδιαίτερη εκδοχή του αμερικανικού καπιταλισμού, που ποτέ δεν γνώρισε πραγματικό κοινωνικό κράτος, αποστρέφονται την αναδιανομή, βλέπουν την κρατική παρέμβαση κυρίως ως ενίσχυση της οικονομίας, συγκλίνουν στην προβολή της ποινικής αυστηρότητας και βεβαίως θεωρούν ότι η Αμερική πρέπει με κάθε κόστος να διατηρήσει την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική πρωτοκαθεδρία στον πλανήτη. Δεν διαφωνούν για τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Ρωσία ούτε και για την ανάγκη να αποτραπεί η κινεζική άνοδος με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένου εμπορικού πολέμου. Ούτε διαφωνούν κατά βάση ότι στο τέλος της ημέρας το Ισραήλ, ακόμη και όταν η βία που ασκεί παίρνει γενοκτονικές διαστάσεις, είναι ο μόνος πραγματικός φίλος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Και παρότι κατά καιρούς διεκδίκησαν και τα δύο να είναι αυτά που θα έβαζαν τέλος στο ρατσισμό, εντούτοις δεν έχουν καταφέρει και τόσο πολλά.
Εάν ισχύουν όλα αυτά γιατί είναι τόσο διαιρεμένα και πολωτικά τα πραγματικά; Το να επικαλεστούμε ότι υπάρχουν παρ’ όλα αυτά μεγάλες διαφορές σε σχέση με θέματα όπως οι αμβλώσεις, ή ο ρόλος της θρησκείας, ή η αποδοχή ή όχι της πολυπολιτισμικότητας, δεν επαρκεί για να κατανοήσουμε το βάθος και την ένταση των πολώσεων. Ούτε βοηθάει απλώς να μεταφέρουμε όλη την ευθύνη στην συχνά τοξική και εμπρηστική ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ.
Το βασικότερο πρόβλημα είναι η ίδια η κρίση της Αμερικής, όπως αυτή ήρθε στο προσκήνιο εκρηκτικά την ώρα ακριβώς που φαινομενικά ο «Αμερικανικός Αιώνας» έφτανε στα όρια ενός «Αμερικανικού Θριάμβου» σε αυτό που εσφαλμένα ορίστηκε ως «μονοπολιτική στιγμή». Γιατί την ίδια στιγμή που φαινόταν ότι ένας ορισμένος «αμερικανισμός» ως συνώνυμο μιας εκδοχής «φιλελεύθερου καπιταλισμού» γινόταν παγκόσμιο, άρχισαν να φαίνονται και τα όρια και οι εσωτερικές αντιφάσεις.
Αυτά τα μεγάλα ρήγματα αφορούσαν την κατάσταση της εργασίας και την απουσία δικαιωμάτων που ήταν αυτονόητα σε άλλες χώρες. Τη διαρκή αύξηση της κοινωνικής ανισότητας. Την αναπαραγωγή του ρατσισμού με διάφορες φορές συμπεριλαμβανομένης της βίας του «πολέμου κατά του εγκλήματος». Την ταυτόχρονα μαζική προσέλκυση φτηνής μεταναστευτικής εργασίας με την σαφή υπογράμμιση ότι πλέον το «χωνευτήρι» δεν δουλεύει και δεν θα πρέπει να ελπίζουν πολλά. Τη λατρεία της βίας και του δικαιώματος στην «αυτοάμυνα» ως υποκατάστατο μιας αλληλεγγύης που υπονομεύτηκε ποικιλοτρόπως. Τη διαρκή επένδυση σε συγκρουσιακές ταυτότητες ως έμπρακτη αδυναμία για την υπέρβαση του διαβρωτικού κοινωνικού κατακερματισμού που η αγορά διαρκώς επιτείνει. Την επίμονη άρνηση για τη μεταρρύθμιση ενός πολιτικού συστήματος αρχαϊκού, ενδημικά διαπλεκόμενου με τον μεγάλο πλούτο (και τις παραλλαγές του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος σε όλες τις μεταμορφώσεις του συμπεριλαμβανομένου του συμπλέγματος γύρω από την ιδιωτικοποιημένη καταστολή και εγκλεισμό), και διαμορφωμένου πρωτίστως ώστε να αποτρέπει την εμφάνιση μαζικών αριστερών προοδευτικών ρευμάτων, ιδίως σε πανεθνική κλίμακα.
Είναι σε ένα τέτοιο πεδίο που η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου κοινωνικοπολιτικού κανιβαλισμού, ιδίως από τη στιγμή που ακόμη και όταν δεν κερδίζει εκλογές η τρέχουσα ρεπουμπλικανική εξύμνηση της «ελεύθερης επιχειρηματικότητας», της εργοδοτικής ασυδοσίας, της αντιμεταναστευτικής υστερίας και της ποινικής αντιμετώπισης της φτώχειας παραμένει ηγεμονική.
Γιατί προφανώς θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι απέναντι αυτή την πραγματικότητα μια σύγχρονη εκδοχή προοδευτισμού (με την φόρτιση που αυτή η έννοια έχει στις ΗΠΑ) θα μπορούσε να διαμορφώσει μια πολύ ευρύτερη συμμαχία παρά ποτέ γύρω από τα ζητήματα της εργασίας, του ρατσισμού, των έμφυλων δικαιωμάτων της πράσινης μετάβασης. Μόνο που αυτή η «υπόθεση εργασίας» διαρκώς διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι εξίσου αν όχι περισσότερο οργανικό τμήμα ενός συστήματος εξουσίας διαχρονικά εκπαιδευμένου στο να αποτρέπει ακριβώς μια τέτοια πολιτική. Με αποτέλεσμα όχι μόνο να αδυνατεί να προτείνει μια τέτοια κατεύθυνση – πέραν ρητορικών εγκλήσεων άνευ περιεχομένου – αλλά και να βλέπει πλευρές αυτής της ρητορική να λεηλατούνται από τον «λαϊκισμό» του Τραμπ, προφανώς σε μια πλήρως εργαλειοποιημένη εκδοχή.
Και καθώς οι διαιρέσεις είναι πραγματικές, είναι η απουσία οραμάτων που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν που αφήνει το χώρο απλώς σε ρητορικές που μπορούν να κινητοποιήσουν, με τον Τραμπ να εργαλειοποιεί αυτή τη διάσταση του «εμφυλίου πολέμου» (επάγοντας διαιρετικές γραμμές ακόμη και μεταξύ στρωμάτων που τα ενώνουν περισσότερα από όσα τα χωρίζουν) ουσιαστικά για να ενισχύσει τη θέση, χωρίς όμως και η άλλη πλευρά να μπορεί να ανακόψει αυτή τη δυναμική, ακόμη και εάν κερδίσει τις εκλογές η Κάμαλα Χάρις (όπως δεν τις ανέκοψε η διακυβέρνηση Μπάιντεν).
Κατά συνέπεια ούτε μετά από αυτές τις εκλογές θα έχει αναμετρηθεί με την ίδια τη δική της κρίση. Ακόμη χειρότερα θα συνεχίσει να εξάγει τις δικές τις αντιφάσεις σε όλο τον πλανήτη αδυνατώντας να αποτρέψει μια κάθοδο στην άβυσσο, είτε του πολέμου είτε / και της κλιματικής καταστροφής, για την οποία φέρει την πρώτιστη ευθύνη.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου