ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Ευάγγ. Γ. Σπύρου: Το καφενείο αφών Λέρη στην οδό Σταΐκου και η καταβρεχτήρα του δήμου Αγρινίου!


 Τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού στο Αγρίνιο, εκεί προς τα τέλη δεκαετίας του 1950 αρχές του 1960, στην οδό Σταΐκου, περνούσε μια καταβρεχτήρα, ένα αμάξι του Δήμου Αγρινίου με νερό και κατάλληλα διασκευασμένο, κατάβρεχε το δρόμο για να μη σηκώνεται σκόνη και σκονίζονται άνθρωποι, καταστήματα και εμπορεύματα. Οι πιο πολλοί δρόμοι ήταν χωματόδρομοι και τα αυτοκίνητα «σήκωναν» σκόνη που την μετέφεραν παντού και στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Η καταβρεχτήρα έριχνε νερό στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου αλλά και στα πλαϊνά ώστε να καταβρέχεται όλος ο δρόμος...

Εκείνο τον καιρό, έτυχε η μοίρα μου, να είμαι «παιδί για θελήματα» τα χρόνια 1958-1960 στο κουρείο του Γάκια Καλύβα δίπλα στο καφενείο Αφών Λέρη. Απέναντι ήταν το περίπτερο Αφών Βούλγαρη, το κρεοπωλείο Νούλα, ο φούρναρης Ζώτος, το κατάστημα Λιακατά με ζωοτροφές. Στο στενό προς την Μπαϊμπά ήταν το σιδηρουργείο Χατζάρα, απέναντι από το σπίτι του Αντώνη Μυστακίδη και του Κούτσικου και πιο κάτω ένα μαγαζί με μαλλιά, του κυρ Πέτρου.

Στη Σταΐκου πιο κάτω από τον Λέρη, ήταν ένα παντοπωλείο Αφών Δασκαλάκη, ένα εμπορικό Δεληκωστόπουλου (έβγαλε δύο καθηγητές πανεπιστημίου), τα υφάσματα Τσαρούχη και απέναντι τους σιδηρικά Μακρυπούλιας και το κατάστημα πολυτελείας υποδημάτων Γ. Μπίκας, στο οποίο δούλεψα τα καλοκαίρια και μετά το σχολείο τον άλλο καιρό… Πουλούσαμε παπούτσια ΠΕΤΡΙΔΗΣ και PERLA και άλλα με 10 άτομα προσωπικό. Έκανα πολλές δουλειές στο μαγαζί, ασβέστωνα το πεζοδρόμιο που με τα λασπόνερα λέρωνε η καταβρεχτήρα, ξεσκόνιζα πάγκους, βιτρίνες, με ένα βελούδο πανί, γυάλιζα τα παπούτσια πριν μπουν στα κουτιά και ήξερα τις ετικέτες που έγραφαν «συνθηματικά» νούμερα, σχέδια, χρώματα, γυναικεία, ανδρικά, τακούνια, «παπιέ», μυτερά κλπ. Κάποια φορά που το προσωπικό «επαναστάτησε» και δεν ήρθε στη δουλειά, τα «κατάφερα» να κρατήσω το μαγαζί και να μεσολαβήσω για επιστροφή… Θυμάμαι και μια Ρίτσα από τον συνοικισμό Αγίου Κωνσταντίνου (Ερυθραία) που μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο! Αγόραζα ψωμί και τρόφιμα που πήγαινα στον Άγιο Χριστόφορο στο σπίτι του αφεντικού, κολώνιες στον Ρήγα στην πλατεία Μπέλλου, και μετείχα σε περιοδείες με το αμάξι του αφεντικού στα χωριουδάκια του Ξηρόμερου όπου από το παράθυρο πετούσα διαφημιστικά για το μαγαζί... Πήγαινα και στην Εθνική Τράπεζα και κατέθετα εισπράξεις σε έναν υπάλληλο συγκεκριμένο που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του... Το αφεντικό δεν πλήρωνε καλά και ακόμα θυμάμαι που ένα γειτονόπουλο (έγινε πρόεδρος εισαγγελέων) αμοιβότανε καλύτερα στα καλλυντικά Παπατριανταφύλλου στη στοά Παπαγιάννη και μ’ έτρωγε το μαράζι... Έμαθα από τη μάνα μου ότι επίτηδες είχε ρίξει χρήματα στο πάτωμα για να με «δοκιμάσει» αν είμαι τίμιος και της είπε «μπράβο Βασιλική για τα παιδιά σου» είναι καλά παιδιά… Ου, έχω πολλά παιδικά τραύματα!

Δίπλα στον Μπίκα ήταν τα υποδήματα Φρούντζος, παραπάνω κάτι σαν «φτωχομάνα» ένας Μιχαλόπουλος που κρέμαγε φτηνές παντόφλες σε ξύλο ανά ζεύγη και τα κρέμαγε στην πόρτα, ευκαιρίες για τον φτωχό κόσμο και μεροκαματιάρηδες από την εργατιά και τα φτωχοχώρια… Μεσοτοιχία ήταν ένα γέρος που πούλαγε τσίγκινες κατασκευές, ποτίστρες, σίτες, δοχεία νερού, σατήλια, γάστρες, τηγάνια, βαρέλια, καζάνια… Στο υπόγειο ο «Γρατσούνας» είχε ταβέρνα με νόστιμα φαγητά και την καλύτερη γαρδούμπα της περιοχής.

Στην οδό Σταΐκου, δούλεψα και λίγο πιο πάνω, εκεί στη Β’-Γ’ γυμνασίου, εποχή που φόραγα ακόμα κοντά παντελονάκια και τότε πήρα μακριά, στο μανάβικο, οπωροπωλείο, Κώστα Τσιρώνη από το Παναιτώλιο. Σε αυτή την ηλικία με ένα ποδήλατο πήγαινα «φορτωμένος» φρούτα και λαχανικά στο Νοσοκομείο Αγρινίου, πιο πάνω από το γήπεδο Παναιτωλικού, Μια βροχερή μέρα, με έπιασε βροχή στο δρόμο, εκεί στον παιδικό σταθμό, στο ιατρείο Πιέρρου στην ανηφόρα, είχα δυο μεγάλες «κόφες» (καλάθες) με καρπούζια και μη μπορώντας να αράξω το ποδήλατο που δεν ισορροπούσε, έφαγα ως το κόκαλο τα νερά της βροχής, σταματημένος στο πεζοδρόμιο… Σε αυτή την πλατεία Στράτου (Ειρήνης), που είναι η Γυμναστική εταιρία Αγρινίου που για να γίνει βοήθησε και ο καθηγητής μου Γυμναστικής Κώστας Χειμάρας, και με άλλους εργάτες ανέβηκα σε φορτηγό με καρπούζια και τα πετούσα κάτω σε άλλον που γέμιζε κόφες-καλάθες… Τα λεφτά που έβγαλα (όσα έβγαλα) στο κουρείο του Γάκια Καλύβα, στον Μπίκα και στον Τσιρώνη τα έβαζα σε κουμπαρά και μόλις ξεκίναγαν τα σχολεία και Γυμνάσια πήγαινα και αγόραζα μεταχειρισμένα μισοτιμής τα βιβλία της χρονιάς. Μέχρι το 1964 (;) που ήρθε η Δωρεάν Παιδεία από Γεώργιο Παπανδρέου και Ευάγγελο Παπανούτσο, τα βιβλία τα αγόραζαν οι οικογένειες… Τότε γινόταν πολά δράματα με παιδιά που ήθελαν να σπουδάσουν και δεν μπορούσαν. Πολλοί γονείς από έλλειψη χρημάτων σκόρπαγαν στον αέρα τα όνειρα των παιδιών τους. Μπροστά στα βιβλιοπωλεία της οδού Παπαστράτου γινότανε συνωστισμός και αγοραπωλησίες από παλαιούς σε νέους μαθητές. Στο τζάμι του βιβλιοπωλείου κολλούσαν οι βιβλιοπώλες το τιμολόγιο βιβλίων και πήγαιναν γονείς και μαθητές (οι φτωχοί) και έκαναν παζάρια. Πχ η τριγωνομετρία καινούργια κάνει 20 δραχμές, μισοτιμής 10 δραχμές, αλλά έχει μουτζούρες και λερωμένα φύλλα, σου δίνω 7 δραχμές. Με 8 το παίρνεις! Την έζησα και αυτή την ιστορία και ως αγοραστής και ως πωλητής. Τα βράδια στις αρχές της Σχολικής Χρονιάς σκορπιζότανε ότι μάζευα εργαζόμενος όλο το καλοκαίρι… Μέτραγα με τη μανούλα μου τις δεκάρες, τα πενηντάράκια και τις δραχμές από τα «ξεσκονίσματα» του κουρείου και χοροπηδούσα  απ’ τη χαρά μου που θα περίσσευαν να πάρω και τετράδια… Έτσι κυλούσαν εκείνα τα χρόνια της υπομονής, που δούλευα στην οδό Σταϊκου ξεσκονίζοντας τρίχες στο κουρείο που γινότανε σελίδες βιβλίων.

Στο Αγρίνιο, στην οδό Αγίας Τριάδος 42 (όταν φύγαμε έγινε Αγγελοκάστρου και σήμερα Θυσίας), που έμενα στα Κοτρωτσέικα και δούλευα στην οδό Σταΐκου δεν γνώριζα τι σημαίνει «διακοπές». Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού είχα πάει κατασκήνωση με το ΠΙΚΠΑ στην Μόκιστα στο Θέρμο. Από εκεί αγνάντευα προς το Αγρίνιο, στη λίμνη Τριχωνίδα και βουρκώνανε τα παιδικά μάτια, μακριά πρώτη φορά από γονείς. Εκεί, χωρίς χαρτζιλίκι, πέρναγα ωραία, ανέμελα και το μόνο που θυμάμαι ήταν που ζήλευα όταν βγαίναμε εκδρομή προς το Θέρμο ή ένα άλλο χωριό που δεν το θυμάμαι πως το λέγανε αλλά θυμάμαι την καλοκαιρινή δροσιά του απογεύματος, ανθισμένες ροζ ορτανσίες και φρούτα κόκκινα μήλα και μπουρνέλες που αγόραζαν αυτοί που είχαν και εγώ κατάπινα στέρηση. Η μάνα μου μας έβαλε νωρίς σε «δουλειά» όχι τόσο για τα χρήματα αλλά για να μην «αλητεύουμε» με τις κακές παρέες της γειτονιάς και τότε όλες οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά. Η μάνα ήταν «παρούσα» παντού στη σταδιοδρομία μου διακριτικά. Η ενθάρρυνσή της ήταν η δύναμή μου. Έτσι βρέθηκα νωρίς στον Γάκια Καλύβα, στο κουρείο, να κάθομαι μετά το σχολείο στον καναπέ με τα βιβλία μου να διαβάζω μέχρι να έρθει πελάτης. Αυτός, καλός κομμουνιστής, διάβαζε την ΑΥΓΗ μου έλεγε να πάω στο περίπτερο του Βούλγαρη «να πάρω την Αυγούλα που τα γράφει ούλα». Εγώ αποθήκευα νέες εμπειρίες, πρωτόγνωρες λέξεις, ανδρικές παραξενιές, μασκαριλίκια, χυδαιότητες, ευγενικές συμπεριφορές, νταηλίκια και ντομπροσύνες λαϊκές. Την ίδια εποχή πήγαινα στα κατηχητικά, άκουγα κηρύγματα του π Βενέδικτου και έπαιζα καλό πινγκ πόνγκ τα βράδια στη χριστιανική ένωση Αγρινίου. Έτσι κατάφερα να επιβιώσω με βασικές χριστιανικές και ελληνικές αρχές σαν αυτές των γονεων μου. Και μέσα σε όλα περίμενα να ξυριστεί κάποιος ή να κουρευτεί, να βγάλω άσπρες πετσέτες, να φτιάξω σαπουνάδα, να πάρω βούρτσα να τον ξεσκονίσω και να περιμένω το φιλοδώρημα, ένα πενηνταράκι ή ένα φραγκάκι… Πολλές φορές ήταν η αρχή να πάω απέναντι να πάρω ένα κομμάτι ψωμί  και λίγο φέτα τυρί και εν συνεχεία να πάω κρυφά (ντρεπόμουνα) στο διπλανό στενό στο σκοτάδι και με λαιμαργία να ημερέψω την πείνα μου… Στον τοίχο του στενού από Σταΐκου προς  Λαχαναγορά έγραφε ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΟΥΡΕΙΝ, επειδή στα σκοτεινά πολλοί δεν λογάριαζαν κανόνες υγιεινής!

Τα απογεύματα με τους καύσωνες που ήταν συχνοί πήγαινα δίπλα στο καφενείο του Λέρη και έλεγα κυρ Βαγγέλη να πιώ ένα νερό κρύο; Σε ένα δίσκο πάνω στον πάγκο είχε 6-8 ποτήρια γεμάτα νερό παγωμένο και επειδή δεν έφτανα, μου το έδινε αυτός. Θες άλλο; Όχι όχι. Δεν ήμουν συνηθισμένος στο παγωμένο και οι αμυγδαλές μου συχνά ματώνανε.  Στο σπίτι δεν είχαμε ψυγείο, ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνο, ούτε τρεχούμενο νερό βρύσης… Έτσι έπινα στο καφενείο Λέρη μέχρι να χορτάσω. Τα βράδια στον ύπνο μου έβλεπα ωραία όνειρα, ρόδινα ηλιοβασιλέματα και παλάτια χρυσοστόλιστα! Τα είχα όλα! Δύο χρόνια μετά αγοράσαμε ψυγείο με πάγο (σαν αυτό της φωτογραφίας), νερό δεν είχαμε τρεχούμενο αλλά μας έβαλαν ηλεκτρικό. Είχαμε κοινή βρύση στην αυλή δώδεκα οικογένειες, περίπου τριανταπέντε άτομα και τριες κοινές τούρκικες τουαλέτες. Μπροστά στην πόρτα μας που ήταν πάντα ασβεστωμένη η μάνα είχε πολλές γλάστρες με βασιλικά και τριανταφυλλιές. Ο πατέρας μου έβαζε βασιλικό στη μύτη και είπε σε μία γριά ότι όποιος βάζει βασιλικό δεν πεθαίνει.Μετά από 3-4 ημέρες είδα τη γριά να χώνει στη μύτη ολόκληρο κλωνί βασιλικό.

Στην οδό Αγίας Τριάδος προς το γηροκομείο, μετά τα πλατάνια υπήρχε νεράυλακας που ερχότανε από την Ερημίτσα και πολλοί Αγρινιώτες πότιζαν τα χωράφια και κήπους στην περιοχή της Ντούτσαγας όπου την Τουρκοκρατία είχε έδρα ο Ντουτς Αγάς. Εκεί τα νερά έφταναν ως τους μύλους Κακαβιά, Ραμμοπούλου Φέγγα και ενός Ηπειρώτη Ηλία Παππά. Κοντά στον μύλο Κακαβιά ήταν και το βυρσοδεψείο του Ι. Σκεπαρνιά. Στη Ντούτσαγα ήταν τούρκικα βυρσοδεψία. Πρόλαβα τα βυρσοδεψία Αλεξοπούλου κοντά στο Γ’ το σχολείο όπου παίζαμε μπάλα. Πρόλαβα και ένα πηγάδι (δυστυχώς η δημοτική αρχή το έκλεισε), στα υψηλόκορμα πλατάνια που ήταν και το καφενείο Κουφιοπούλου που πουλούσε πάγο και πολλές φορές πήγαινα θελήματα με πάγο με το τρίτροχό του ποδήλατο για να κάνω βόλτα. Είχε μία σιδερένια δαγκάνα, πιάναμε τον κύβο πάγου, χτυπούσαμε την πόρτα φωνάζοντας «παγοοος» και φεύγαμε. Είχε και ράδιο (λίγοι είχαν) και ακούγαμε αναμετάδοση ποδόσφαιρο τις Κυριακές. Εκεί άκουσα τον αγώνα Ολυμπιακός - Σάντος Βραζιλίας! Παίζαμε κυνηγητό και μπάλα εκεί που έφτιαξαν τώρα ένα νηπιακό σταθμό. Από μακριά ακούγαμε τραγούδια και αφιερώσεις στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μεσολογγίου με Καζαντζίδη, Γιώτα Λυδία, Πόλυ Πάνου...

Η συνοικία Ντούτσαγα που μεγάλωσα σύμφωνα με όσα γράφει ο σπουδαίος Κώστας Μαραγιάννης στο βιβλίο ΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ (εκδόσεις Πάραλος), σε μία σημαντική περιδιάβαση στον τόπο, με απλή προσέγγιση σε πρόσωπα και γεγονότα, «ήτανε παλιά το εμπορικό-βιομηχανικό κέντρο της πόλης του Αγρινίου. Τα νερά της Ντούτσαγας αποτελούσαν παλαιά το κέντρο της βιοτεχνικής ανάπτυξης του Αγρινίου. Εκεί μύλοι….εκεί βυρσοδεψία…εκεί τα αρχοντικά σπίτια των Κονισκιων Βαϊτσαίων... Εκεί τα κάρα και οι σούστες με τα οποία γίνονταν οι συγκοινωνίες προς το Μεσολόγγι και το Θέρμο. Εκεί και ο τόπος των θανατοποινιτών ληστών...»

Έκανε πολύ ζέστη στο Αγρίνιο και ποτέ δεν ξέχασα τα παγωμένα «ιδρωμένα» ποτήρια με κρύο νερό στο καφενείο Λέρη… Κάποτε ένας οδοντογιατρός για να μη πονέσω σε επέμβαση μου είπε: «σκέψου κάτι καλό να ξεχαστείς!» και εγώ άφησα τον νου μου να πάει εκεί στην οδό Σταΐκου, που τα αποπνικτικά απογεύματα που έλιωνε η άσφαλτος και «έκαιγαν» τα τζιτζίκια στα δέντρα πέρναγε η «καταβρεχτήρα» και κατέβρεχε και κόλλαγε η γλώσσα στο στόμα από τη δίψα κι εγώ, ένα σχολιαρόπαιδο με κοντά παντελονάκια πήγαινα με λαχτάρα στον κυρ-Βαγγέλη τον Λέρη και παρακαλούσα για λίγο νερό κρύο!


Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, η μάνα μου «κοιμάται» σε ένα χωριουδάκι στο Δίστρατο Άρτας δίπλα στον μπαμπά, στο Αγρίνιο που συνεχίζει να έχει ζέστες τα καλοκαίρια τα λουλούδια στον κήπο μας ζάρωσαν και ξεράθηκαν, οι άνθρωποι άλλαξαν, τα έθιμα χάθηκαν, οι γειτονιές είναι σιωπηλές χωρίς παιδιά, στην Σταϊκου τα παλιά μαγαζιά γκρεμίστηκαν και στο καφενείο του Λέρη υψώνεται μία πολυκατοικία.

«Εδώ, δούλευα, ήταν το μαγαζί του Καλύβα και δίπλα το καφενείο του Λέρη…! Δούλεψα σε τρία μαγαζιά ως τη Γ’ γυμνασίου.» είπα στη γυναίκα μου καθώς με το αμάξι κατέβαινα τη Σταϊκου... Να εδώ, μια μέρα ξεκίνησα να δουλεύω από οκτώ χρονών! Εδώ... κοίταξα, δίπλα η Μαρία είχε αποκοιμηθεί κουρασμένη από το ταξίδι και τις συγκινήσεις μου… Όταν έφτασα στην Αθήνα, πριν γράψω αυτές τις σειρές, διάβασα από ποιητική ανθολογία ένα ποίημα του Αγρινιώτη Κώστα Χατζόπουλου που ταίριαζε σε αυτό που δεν μπορείς να το εκφράσεις:

«Δεν γυρεύω ξένο, δεν ρωτώ κρυφό,
δεν γυρεύω χάρη,
κάτι μου χουν πάρει, μέσα απ’ τη ψυχή
κάτι μου χουν πάρει»

και ένα άλλο που με μιας σα σφουγγάρι θέλει να τα σβήσει, αλλά ..ένα ποτήρι κρύο νερό θα τα θυμίζει! Ευτυχώς που τα θυμάμαι και όλα αυτά τα χρόνια τα χρησιμοποίησα στην πράξη, κατανοώντας καλύτερα τους συνανθρώπους και τα βάσανά τους. Κανείς δεν μπορεί να πετύχει στις ασφάλειες εαν δεν γνωρίζει σε βάθος την κοινωνια, τον άνθρωπο, τη τραγικότητα και τις χαρές της ζωής.

ΠΕΡΑΣΕΣ

Κι έφυγες και πας
πας με το καλό
και να σε καλώ
πίσω μη γυρίσεις

Ήσουνα για εμένα
μιας αυγής δροσιά
ήμουνα για σένα
συννεφιά σταχτιά

συννεφιά θολή
Ήρθες να τη σβήσεις
Κι έσβησες, καλή
πίσω μη γυρίσεις!

Share on Google Plus

About Natalie Press 1

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου