ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Όλα σε θυμίζουν… Από την Έπη Παπανικολάου


Όλα σε θυμίζουν…

 

Και κάθομαι που λές, Μάνα, εδώ, στα βότσαλα του Ευβοϊκού και ο Ευβοϊκός, ο αγαπημένος,  Λοκρός και Ευβοιώτης, με ίσια μοιρασιά, χορεύει αένεα το Tango του –Κύκλωση- Ανακύκλωση - Παφλασμός - σιωπή, θυμάσαι - και –δεν - μπορώ- δεν μπορώ να σπάσω τον  σφυχτομπερδεμένο κόμπο, «μη κλαίς», μου είπες πριν φύγεις και δεν έκλαψα παρά μόνο όταν  άκουσα «Ω Γλυκύ μου Έαρ», στον Επιτάφιο, μέρες μετά την Ταφή σου και κάθομαι στην  αγαπημένη σου θάλασσα, έδρασες, εκεί που μεγάλωσες, εκεί που εκεί που κόντεψες να πνιγείς, εκεί που δημιουργούσες Ζωή και Έθνος, Ορέ Μάνα και «όόλα σε θυμίζουν», μικρά κι αγαπημέένα….». Όλα, μα  όλα,  μικρές στιγμές, τρυφερές και  όχι, στιγμές που θάθελα να τις είχα κρατήσει –στην φορμόλη,  νάχουν μάζα, όλες, να με τριγυρίζουν στερεοποιημένες, με χρώματα, τα γέλιο σου, τις  θυμωμένες στιγμές σου, τα άγια χέρια σου, τις ματιές σου, τις γεύσεις απ’ τα φαγητά σου, τις  σοφίες που έλεγες ανέμελα, την Ιστορία σου, πόσες μικρές στιγμές, που ποτέ δε χαιρόμαστε, δε  συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλες και αναντικατάστατες είναι, γιατί δεν ξέρουμε, δεν  γνωρίζουμε, δεν θέλουμε να ξέρουμε την θνητότητά μας. Μου είπανε πολλοί πως έτσι  είναι όταν φεύγει η Μάνα, έτσι ένιωσαν και ο κόμπος παραμένει αναλλοίωτος. Πως χάνεις τις  ρίζες σου και μένεις κορμός μετέωρος, στο άπειρο, στο κενό, να πλέεις μεσ’  στον χρόνο, σαν πλοίο φάντασμα, αναζητώντας τι; Μου είπανε!..

Σίγουρα τα μάθατε εκεί που είσαι , παρέα με τον μικρό μας φίλο Λάμπρο, τον κυρ-Βαγγέλη και την παιδική σου φίλη Πουλχερία, βρέθηκε, λέει, τα σωματίδιο του Hicks, εκείνο που  πιθανόν είναι υπεύθυνο για τη Δημιουργία του Σύμπαντος. Θυμάσαι που συζητούσαμε για την θεωρεία των Κβάντα, για το Big Bang γύρευε τι αποτελέσματα θα ‘χει η ανακάλυψη για την πορεία της Ανθρωπότητος, αλλά και με μιά αδιαφορία που την αποδέχτηκε ο κόσμος, χτυπιόμαστε όλοι, Μάνα,  σ’ αυτόν τον  Παγκόσμιο Πόλεμο , που, ευτυχώς, δεν πρόλαβες να καταλάβεις καλά. Ή κατάλαβες!

Θυμάμαι αρχές δικτατορίας ’67 ή ’68 που παιζόνταν το Νόμπελ μεταξύ Μπάρναντ  (πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς) και Ουάτσον και Κρίκ (Ανακάλυψη  της διπλής έλικας DNA) και το πήραν φυσικά oι Γενετιστές και λέγαμε όλοι ανύποπτοι, με τα προβλήματά μας κατά νουν: «Ε! Τι ανακάλυψαν, τέλος πάντων, αυτοί;»!  Και άλλαξε   ο κόσμος. Έτσι και τώρα, οι άνθρωποι αυτοκτονούν κάθε μέρα, παγκόσμια κατάθλιψη, εγκληματικότητα και Άγιος  ο Θεός, μετράμε τα γρόσια μας, χειρότερα από την δεκαετία του ’50, η κατάθλιψη τρώει την ελληνική ψυχή, που μόλις πρόλαβε να χορτάσει ψωμάκι, τι σωματίδιο τoυ Hicks, σου λένε,  δεν έχουν να πληρώσουν το ηλεκτρικό, άντε να ταΐσουν το παιδί και να ονειρευτούν –ξέχνα το, καλά, έφυγες- Μάννα που πάλεψες να φτιάξεις Έθνος.

Εκ μέρους σου, θάλεγα σ’  αυτούς τους Άρχοντες με το μετέωρο βήμα της πάπιας, σ’  αυτούς  τους σιδηρόφραχτους και επιχρυσωμένους που ξέχασαν τα αίσχη τους και το πως κατάντησαν  το Ελληνικό κράτος μετά τον 2ο Πόλεμο, σ’ αυτούς που μας βρίζουν, προγκάρουν, προβοκάρουν, εξευτελίζουν, που λένε πως ο μέσος αμειβόμενος  Έλληνας τσεπώνει 3000  ευρώ από το κράτος –χικ- σ’ αυτούς θάλεγα: «Ορές, η Μάνα μου, αφού πολέμησε για την  ανεξαρτησία της Ελλάδας, στο ρημαγμένο κράτος, που αφήσατε, διάβαζε με την λάμπα, ορές, για να μάθει τα παιδιά γράμματα, για να έχει πτυχίο, για να φτιάξει αυτή και η Γενιά της, κράτος από τα  Ερείπια, αυτό που καταστρέφετε πάλι και η αμοιβή της, η σύνταξη ήταν ψίχουλα για τις κότες, που κι αυτές τις φάγανε οι πληρωμένοι και διεφθαρμένοι, από εσάς, Εντόπιοι Εφιάλτες, Ορές»!

Με το «Ορές» θυμήθηκα τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Διαβάζοντας, λοιπόν, το έγκριτο «Ποντίκι», την αγαπημένη σου εφημερίδα , θυμάσαι που μου κρατούσες τα Ιστορικά άρθρα και τα Καλλιτεχνικά, έμαθα πως τον πρώτο, δεύτερο, τρίτο χρόνο της Επανάστασης του ’21,  δεν είμαι και Ιστορικός, όπου λεφτά δεν υπήρχαν για τα έξοδα της Επανάστασης, χου – χου – χου, κάτι μου θυμίζει, κάποιοι σκέφτηκαν ότι λεφτά υπάρχουν κι έφτιαξαν φόρο «Εθελοντικό», ένα Γρόσι κατά κεφαλήν, στον  Λαό! Ποιόν Λαό; Οι Τούρκοι κατείχανε ακόμη, τα μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής Γαίας, ποιος είχε να πληρώσει ένα γρόσι  βρε Αγάδες της Πολιτικής; Έτσι συστάθηκε Επιτροπή με επικεφαλής τον  Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (όλα τα κάστανα από τη φωτιά αυτός τάβγαζε, δεν πρόσεχε καθόλου) και γύριζε η Επιτροπή στους Επώνυμους (Κοτζαμπάσηδες, Τσιφλικάδες, Εφοπλιστές, Εμπόρους) και ζητιάνευε λεφτά για την Επανάσταση, για να γίνει ελεύθερη η Ελλάδα, άκουσον – άκουσον, είχαν μια σκασίλα οι Προύχοντες, σόι πάει το βασίλειο, έτσι το κατάλαβα το άρθρο, εγώ, Μάννα και ας με διορθώσεις, εσύ ξέρεις παραπάνω. Τώρα τί λεφτά μαζεύτηκαν, που πήγαν, δεν ξεύρω, κάτι τα κρόσσια, κάτι οι καναπέδες, κάτι οι πισίνες, κάτι τα Παλάτσο, κάτι τα μπουζούκια, κάτι τα σινιέ ρούχα και καλλυντικά και Botox, η Ελλάδα, ακόμη σε Επανάσταση, ξέρουμε ότι αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο από την Ευρώπη και έτσι ξεκίνησε αυτή η πονεμένη, βρώμικη, χυδαία Ιστορία, που χρωστάμε –χρωστάμε και σταματημό δεν έχει. Λένε κιόλας, ραδιοαρβύλα πιθανόν, ότι τα λεφτά του πρώτου Δανείου φαγώθηκαν στον εμφύλιο που ξέσπασε ανάμεσα στους στρατούς των Οπλαρχηγών, διότι τα συμφέροντα και ο ξένος δάκτυλος… Οϊ… Οϊ Μανούλα μ’…

Έτσι και μην γελάς κι εσύ και η γενιά σου που μαζευτήκατε όλοι «εκιαπάνου» άυλοι, κάτι σαν κι εσάς κι εμάς που ακόμα πατάμε στο χώμα, γενιές μετά, πολεμήσαμε, δημιουργήσαμε Παιδεία, Υγεία, Πολιτισμό με λάμπα ή χωρίς, σαπίσανε τα κόκαλά μας απ’ την δουλειά,

στερηθήκαμε και άλλοι τα τρώγανε, φεύγουν κι άλλοι Φίλοι και Αγαπημένοι μας βρε Μάννα, σας λένε   τα νέα μας εκεί πάνω, κουνάτε το άυλο κεφάλι σας, οι ψυχές σας φχαριστημένες για τον Αγώνα σας, με αγωνία όμως για το τι θα περάσουμε εμείς οι απόγονοι, όσο ζούμε,  για την Ανθρωπότητα. Εσύ ξέρεις τώρα, Μάννα, εγώ ΟΧΙ!

 Έτσι λοιπόν, εδώ στις παρυφές της θάλασσας του Ευβοικού, νιώθοντάς σε κοντά μου, γύρω μου, Απεριόριστη και Μεγάλη Μάννα μου, παίρνω θάρρος από τα θαλασσινά σου μάτια, Μαννούλα, αγάπη μου, να φωνάξω:

«Ορές Ρουμελιώτες, Θεσσαλοί, Πελοπονήσιοι, Μανιάτες, Κρητικοί, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Ευβοείς, Νησιώτες Ιόνιοι και Αιγαίοι, Πόντιοι,  Ορές ψηλά τα κεφάλια, σηκώστε τον σβέρκο ψηλά, μην βυθίζεστε στην κατάθλιψη, κρατήστε το Έθνος μας ψηλά, την Συνείδησή μας, Ορέ,

την Ιστορία μας, κρατείστε την Γη μας, την Γλώσσα μας, δουλέψτε, θυμηθείτε, τούτα τα χώματα, αυτή η θάλασσα είναι Ελληνικά. Ψηλά τα κεφάλια Έλληνες και μ’  ένα λεβέντικο Τσάμικο, κλωτσείστε ότι μας φθείρει, ότι μας ντροπιάζει, ότι λερώνει την ψυχή μας!… Άχ!...

Κι επειδή με κοιτάς αυστηρά, με το μπλε σου βλέμμα, Μαννούλα, «μην κλαίς», μου είπες, πριν φύγεις, δεν κλαίω ρε Μάννα, αλλά να, έσπασα, έσπασα ρε Μάννα, κουράστηκα, δεν κλαίω, είναι η θάλασσα, τα κύμα που χορεύει το Tango του, θυμάσαι, με πιτσιλάει το κύμα του Ευβοϊκού, δεν κλαίω…..

Ψη – λά  - τα – κε – φά – λια – Ορέ!

Γεια σου Μάννα!

Έπη Παπανικολάου

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα  "Νέο Άστρο"


Share on Google Plus

About Natalie Press 1

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου