ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Η Μάνδρα δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια



Στις 15 Νοεμβρίου 2017 ο Παναγιώτης Νιάφας (Πύραρχος, υποδιοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Διοίκησης Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Δυτικής Αττικής) ξύπνησε όπως κάθε μέρα, αξημέρωτα, για να πάει στην υπηρεσία του. Ο σταθμός της Ελευσίνας, της βιομηχανικής περιοχής της Αθήνας όπου εδρεύουν τρία διυλιστήρια, ισάριθμες εταιρίες με γκάζι και πολλά άλλα εργοστάσια, διαφόρων ειδών, είναι από τους πιο ιδιαίτερους της Ελλάδας.

Διαχειρίζεται φωτιές τα καλοκαίρια (μια εκ των μεγαλύτερων ήταν αυτή του περασμένου καλοκαιριού, στα Δερβενοχώρια -από την οποία προέκυψε και τεράστιος όγκος φερτών υλικών-, με τις πυρκαγιές να εξαφανίζουν το “κάλυμμα” του εδάφους και να κάνουν αδύνατη την απορρόφηση του νερού -εξ ου και οι τόνοι λάσπης) και χιόνια, τους χειμώνες.





Ως σύνηθες φαινόμενο, το Πυροσβεστικό Σώμα Ελευσίνας αντιμετωπίζει τις πλημμύρες, που πλήττουν τη Δυτική Αττική από τη δεκαετία του ‘50 και εντεύθεν. Αυτή είναι η συνέπεια ανθρώπινης παρέμβασης, καθώς προ 20ετίας μπαζώθηκε το ρέμα που έρεε δίπλα στην παλαιά εθνική οδό και αποστράγγιζε τη γύρω περιοχή από το νερό που κατέβαινε από το Όρος Πατέρας των 1.100 μέτρων, την Αγία Σωτήρα κλπ.

Χωρίς αυτό, ο χείμαρρος (της βροχής των 100 τόνων, ανά στρέμμα, σε τρεις ώρες) χρησιμοποίησε την άσφαλτο, σαν ορό ροής και κατέβηκε μέσα στην πόλη, ακατάστατο, παρορμητικό, χωρίς διευθέτηση, για να καταστρέψει ό,τι βρήκε στο πέρασμα του.

Η πρώτη προσπάθεια για επίλυση του προβλήματος έγινε το 1978 (με μελέτη για την κατασκευή της Αττικής οδού και αντίστοιχων έργων).
Η πρώτη καταστροφή σημειώθηκε το ‘53. Ακολούθησαν αυτές του ‘63, του ‘77, του ‘78, του ‘96 -υπήρχαν και 2 νεκροί-, του 2003 και του 2015.

Για κάποιο λόγο, ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχει σταθμός μέτρησης νερού, πολλώ δε αντιπλημμυρικά έργα, η ανάγκη των οποίων έχει ξεκαθαριστεί εδώ και 20 χρόνια.

Η πρόταση και η μελέτη για την αντιπλημμυρική προστασία του Θριάσιου είναι κλεισμένη σε συρτάρι, για δεκαετίες. Διάστημα στο οποίο υπήρξε δόμηση στις πεδινές κοίτες των ρεμάτων. Όχι απαραίτητα παράνομη.

Θα σκέφτεσαι “γιατί δεν γκρεμίζουν τα αυθαίρετα στα ρέματα”. Η απάντηση είναι πως δεν υπάρχουν αυθαίρετα στο ρέμα, γιατί δεν υπάρχει ρέμα. Πολεοδομήθηκε νόμιμα με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του 1989. Ήταν τότε που πολεοδομήθηκε η κοίτη του κυρίου ρέματος (της Αγίας Αικατερίνης). Κατά συνέπεια, τα σπίτια που χτίστηκαν εκεί, είναι νόμιμα.

Σημείωση: για την ένταξη περιοχής σε σχέδιο πόλης, βασική προϋπόθεση είναι η οριοθέτηση τυχόν ρεμάτων -που εν προκειμένω δεν έγινε. Υποθέτω ότι σε όλα αυτά τα έγγραφα υπάρχουν υπογραφές.




Η ομάδα έρευνας, μελέτης και εξερεύνησης “Γεωμυθική” είχε εξηγήσει με τέσσερις φωτογραφίες, τι έγινε στη Μάνδρα.

Πέραν των αντιπλημμυρικών έργων, θα πρέπει να υπάρξουν και απαλλοτριώσεις. Μόνο που η κατεδάφιση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς αν το ρέμα δεν έχει χαρακτηριστεί ή οριοθετηθεί, είναι... ως μη γενόμενο για τους υπεύθυνους. Σημείωσε επίσης, πως ένα άλλο ζήτημα είναι ότι σε υπό έγκριση επεκτάσεις ρυμοτομικών σχεδίων, σε εγκεκριμένα Ρυμοτομικά Διαγράμματα, τμήματα ρεμάτων έχουν μετατραπεί σε οικοδομικά τετράγωνα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υλοποιηθούν. Ναι, κάτι έχει πάει πολύ λάθος.

Τον Ιούλιο του 2014, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής ενέκρινε μελέτη εκτροπής του χειμάρρου Αγίας Αικατερίνης (σε μήκος 1.7 χλμ) και διευθέτησης του χειμάρρου Σούρες (σε μήκος 1.7 χλμ). Τα έργα δεν έγιναν ποτέ, με τους καθ’ ύλην αρμόδιους να υποστηρίζουν πως καθυστερεί το Δασαρχείο Αιγάλεω -το οποίο υπάγεται στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Ενόσω γίνεται η διαδρομή από τον Άννα στον Καϊάφα, την Τετάρτη 15/11 “χάθηκαν” 21 ζωές. Έως τη σήμερον ημέρα, δεν έχει γίνει έστω μια κίνηση, που να επιτρέπει να πιστεύουμε πως θα γίνουν τα απαραίτητα, ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο. Γιατί ανάλογες κακοκαιρίες θα έχουμε ξανά, όπως διαβεβαίωσαν όλοι οι επιστήμονες.





Οι πρώτοι που πήγαν να βοηθήσουν

Εκείνο το πρωί ο Παναγιώτης Νιάφας ήταν έτοιμος να φύγει από το σπίτι του, όταν “στις 05.50 με ενημέρωσαν από το 199 (ενιαίο συντονιστικό κέντρο της πυροσβεστικής υπηρεσίας) πως υπήρχαν -αρχικά- 60 κλήσεις, για έντονο πρόβλημα, λόγω βροχοπτώσεως, στην παλαιά Εθνική, στη Νέα Πέραμο”, προς το Μέγα, δίπλα στη θάλασσα.

“Πέραν του ότι είχε “κλείσει” η εθνική οδός, υπήρχαν και σπίτια που αντιμετώπιζαν πρόβλημα”. Έφτασε στο σημείο, στις 06.20. “Υπήρχε έντονο πρόβλημα, από χειμάρρους”, το οποίο προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν δυο οχήματα από το σταθμό της Ελευσίνας, τέσσερα από εκείνον των Μεγάρων, ενώ ήταν καθ’ οδόν και άλλα από την Ελευσίνα και άλλες υπηρεσίες των Αθηνών.

Άρχισε η διαδικασία διάσωσης ατόμων που κινδύνευαν, ο απεγκλωβισμός από σπίτια και αυτοκίνητα”. Στις 06.35 χτύπησε το τηλέφωνο του. Ήταν ο Διοικητής, Ιάκωβος Κλεφτοσπύρος. “Με ενημέρωσε πως υπήρχαν έντονες καιρικές συνθήκες στη Μάνδρα και πιθανόν εγκλωβισμένα άτομα. Του είπα πως το πρόβλημα είναι στη Νέα Πέραμο”, αλλά ο Διοικητής επέμενε ότι υπάρχουν πιο κρίσιμα συμβάντα, στη Μάνδρα.

“Χτύπησε πάλι, το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά ήταν ο Γιάννης Βασιλείου (αντιπεριφερειάρχης Δυτικής Αττικής). Μου είπε και εκείνος για τη Μάνδρα. Τον είχαν ειδοποιήσει για μεγάλα προβλήματα, κάποιοι κάτοικοι της περιοχής. Ρώτησα πάλι, μήπως κάνει λάθος”. Δυστυχώς, δεν έκανε. “Με εξήγησε πως προσπαθούσε να ενημερώσει το 199, αλλά δεν ήταν εφικτή η κλήση”, γιατί οι γραμμές είχαν “γεμίσει”, πια, από κατοίκους της Μάνδρας, οι οποίοι πάλευαν για τη ζωή τους, πριν χαθεί κάθε επικοινωνία.

Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. “Ενημέρωσα το 199, μέσω ασυρμάτου και αμέσως κινητοποιήθηκαν οι δυνάμεις από το σταθμό της Ελευσίνας, αλλά και από άλλες υπηρεσίες των Αθηνών”. Στις 06.50 ξεκίνησε εκείνος για τη Μάνδρα “παράλληλα με δυο οχήματα από το σταθμό”.



Σύντομα θα διαπίστωνε πως αυτό που είχε συναντήσει στη Νέα Πέραμο ωχριούσε μπροστά σε ό,τι είχε συμβεί στη Μάνδρα. “Στα 27 χρόνια υπηρεσίας, δεν έχω αντιμετωπίσει ξανά τέτοιο φαινόμενο.

Δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε, λόγω των εμποδίων, με τα οχήματα και πήγαμε με τα πόδια -μολονότι ο όγκος του νερού σε σημεία είχε φτάσει τα 4 μέτρα. Υπήρχαν αυτοκίνητα στραπατσαρισμένα, φερτά υλικά που μας τσάκισαν τα πόδια. Δεν βλέπαμε πού πατούσαμε, αν υπήρχε έδαφος στο επόμενο βήμα”, αλλά συνέχισαν να προχωρούν, να μάχονται “γιατί αυτή είναι η δουλειά μας. Εκείνη τη στιγμή, δεν σκέφτεσαι να σώσεις τη ζωή σου, αλλά πώς θα σώσεις τον συνάνθρωπο σου. Ήταν τόσο μεγάλος ο τρόμος των πολιτών, που τον δικό μας δεν τον έβλεπε κανείς. Προσεγγίσαμε για να σώσουμε ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ήταν και μικρά παιδιά. Κάναμε 96 απεγκλωβισμούς ατόμων από οικίες και αυτοκίνητα.

Όπου χρειάστηκε πήγαμε φάρμακα, φαγητό, ό,τι είχαν ανάγκη οι πολίτες. Έφυγα από το σπίτι στις 6.50 το πρωί της Τετάρτης (15/11). Επέστρεψα την Παρασκευή (17/11) το μεσημέρι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της πλειοψηφίας των συναδέλφων, γιατί αυτό που κάνουμε δεν είναι δουλειά, είναι λειτούργημα. Πρέπει να το θες, να βγαίνει από μέσα σου”.

Μετά η υπηρεσία εναλλασσόταν ανά 24 ώρες έως ότου επιστρέψει η ζωή σε μια μορφή κανονικότητας. Χρειάστηκαν κάπου στις δυο εβδομάδες. Την Τρίτη 12/12, το Πυροσβεστικό Σώμα παρέδωσε -σε μια συμβολική τελετή στο δημαρχείο της Μάνδρας-, τα είδη πρώτης ανάγκης, που συγκεντρώθηκαν από τους πυροσβεστικούς του υπαλλήλους ανά την επικράτεια.

Εκείνη την Τετάρτη, κατά τη μετάβαση του πληρώματος του Πυράρχου Νιάφα από τη Νέα Πέραμο στη Μάνδρα, δυο οχήματα ξεκινούσαν από το σταθμό της Ελευσίνας, με κατεύθυνση την περιοχή από την οποία πια, είχαν γίνει δεκάδες κλήσεις.

Το πρώτο μόλις έφτασε στην εθνική οδό, στη διασταύρωση της Μαγούλας “βρήκε στην υπόγεια διάβαση εγκλωβισμένα άτομα, σε αυτοκίνητα και σε λεωφορείο”. Φυσικά, σταμάτησε και προέβη σε διάσωση. Το δεύτερο όχημα “έφυγε προς το αμαξοστάσιο της Μάνδρας, όπου υπήρχε η πληροφορία πως υπάρχουν εγκλωβισμένοι υπάλληλοι του Δήμου”.

Όταν το (οικοδομημένο πάνω σε ρέμα, με τον Δήμο να έχει μετάσχει στην καταδικαστική διαδικασία “μπαζώνω ρέμα-οικοδομώ”) αμαξοστάσιο εμφανίστηκε στο οπτικό πεδίο του ιδίου “είδα μπροστά μου, μόνο ό,τι είχα δει σε ταινίες καταστροφής έως τότε. Έναν τεράστιο χείμαρρο να τα διαλύει όλα στο πέρασμα του. Παρέσυρε ολόκληρες νταλίκες, σαν να ήταν σπιρτόκουτα”. Ναι, φοβήθηκε. Όλοι φοβήθηκαν “αλλά είχαμε και ένα καθήκον. Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το αμαξοστάσιο, όπου είχαν εγκλωβιστεί και οι πυροσβέστες του πρώτου οχήματος που έφτασε στο σημείο, μαζί με τους υπαλλήλους του Δήμου”.

Οι πυροσβέστες που είχαν φτάσει πρώτα -και είχαν πια εγκλωβιστεί- ήταν οι Σωκράτης Τσαρούχας και Βαγγέλης Βύρρος. Μιλήσαμε με τον Σωκράτη, στην επίσκεψη μας στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Ελευσίνας. Ήταν χαμογελαστός. Του ζητήσαμε να γυρίσει σε εκείνο το πρωί. Το βλέμμα του στράφηκε προς τον ουρανό, χρειάστηκε κάποια δευτερόλεπτα για να ψελλίσει τα πρώτα λόγια. Ομολόγησε ότι “το πρώτο πράγμα που είδαμε ήταν... σκηνές που έως τότε είχαμε δει μόνο σε κινηματογραφικές ταινίες βιβλικής καταστροφής”.



Αριστερά ο Σωκράτης Τσαρούχας.

Το πλήρωμα των Τσαρούχα και Βύρρου είχε αναλάβει αρχικά, συμβάν “στα Παλαιοκούντουρα (μεταξύ Παλαιοχωρίου και Αγίου Σωτήρας-κατά μήκος της παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών-Θηβών).

Είχαμε δεχθεί κλήση για πλημμυρισμένο υπόγειο. Κατά τη μετάβαση μας, η ώρα που περνούσαμε από τη Μάνδρα ήταν αυτή που “έσπασε” το ρέμα της Αγίας Αικατερίνης και μπήκε ο χείμαρρος στη Μάνδρα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που βλέπαμε μπροστά μας. Ερχόταν ένας τεράστιος και ανεξέλεγκτος χείμαρρος προς τα επάνω μας. Καταφέραμε να φύγουμε από τη μέση, κυριολεκτικά στο δευτερόλεπτο. Συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα Παλαιοκούντουρα και στο ύψος του αμαξοστασίου, πάνω στην εθνική οδό. Είδαμε έναν άνδρα να έχει γαντζωθεί σε κολόνα της ΔΕΗ και προσπαθούσε να κρατηθεί για να μην τον παρασύρει το νερό. Με το άλλο χέρι, μας έδειχνε ένα κοντέινερ -όπου στεγάζονταν τα γραφεία του αμαξοστασίου.

Εκεί βρήκαμε μια γυναίκα που διασώσαμε. Είχε ανέβει πάνω στο παράθυρο και δεν μπορούσε να μπει μέσα, γιατί θα πνιγόταν, αλλά δεν μπορούσε να βγει έξω, γιατί θα την “έπαιρνε” ο χείμαρρος”.

Το όχημα προσέγγισε όσο μπορούσε, οι πυροσβέστες έβαλαν την κλίμακα (ας πούμε σκάλα) έως το παράθυρο, για να δημιουργήσουν μια γέφυρα. “Ο συνάδελφος τη βοήθησε να ανέβει στην οροφή του αυτοκινήτου, μπήκα μέσα από το παράθυρο και την ώρα που πήγα να κάνω όπισθεν, για να φύγουμε, ήλθε ο χείμαρρος και... Μας σήκωσε και μας πήρε”. Το αυτοκίνητο (των πολλών κιλών) ευτυχώς προσέκρουσε σε μαντρότοιχο και σταμάτησε εκεί. Ο Βύρρος κατάφερε να κρατήσει τη σκάλα “και αυτό μας έσωσε! Τη βάλαμε από την οροφή του οχήματος σε αυτή του κοντέινερ και ανεβήκαμε όλοι εκεί”.

O Πύραρχος Νιάφας είχε ενημερωθεί για τον εγκλωβισμό των συναδέλφων του “μαζί με υπαλλήλους του Δήμου. Ενημερώσαμε τα εναέρια μέσα (επιστρατεύτηκαν και φουσκωτά), αλλά στο εικοσάλεπτο μέχρι να σηκωθεί το ελικόπτερο, καταφέραμε και προσεγγίσαμε με ιδιωτικό μηχάνημα και απεγκλωβίσαμε τον κόσμο”.



Ήταν το εικοσάλεπτο της ολικής καταστροφής στη Μάνδρα. “Παντού πια, υπήρχαν άτομα εγκλωβισμένα”. Οι πρώτες κλήσεις -την πρώτη ώρα- ήταν 180, για διάσωση ατόμων. Μετά οι κλήσεις αφορούσαν κυρίως, την απάντληση υδάτων “και αυξάνονταν συνεχώς”. Στις 10.00 είχαν φτάσει τις 500 “αρκετές ήταν διπλές και τριπλές” από τους πληγέντες που -εύλογα- είχαν τρομοκρατηθεί. Οι απαντλήσεις διήρκεσαν πέντε ημέρες.  Τα οχήματα που επιστρατεύτηκαν το πρώτο τρίωρο ήταν 50 με 135 άνδρες.“Υπήρχε πρόβλημα στη προσέγγιση, αλλά με διάφορα μέσα φτάναμε στον προορισμό”.


Όταν το αυτοκίνητο είχε παρασυρθεί, ο Πυροσβέστης Σωκράτης Τσαρούχας, σκέφτηκε πως όλα τελείωσαν. “Ένιωσα πως ζω τις τελευταίες στιγμές. Δεν έχω κλάψει από παιδί και όμως, έβαλα τα κλάματα”. Τον ρώτησα πώς μπορείς να επιστρέψεις την επομένη στη δουλειά, έπειτα από μια τέτοια εμπειρία. Μου εξήγησε ότι “την ίδια ώρα, συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Δεν φύγαμε. Μείναμε να βοηθήσουμε. Μετά μιάμιση ώρα που ένας εκσκαφέας κατάφερε να μας προσεγγίσει και να μας απομακρύνει, συνεχίσαμε ό,τι κάναμε. Το ένα συμβάν, μετά το άλλο”.

Διασώσεις, απεγκλωβισμοί... Δεν είναι τρελοί, παρά τα όσα βλέπουν, γιατί -όπως διαβεβαιώνουν- μαθαίνεις να τα διαχειρίζεσαι, μέσω της καθημερινής εκπαίδευσης. Σχολίασα “η καρδούλα σας το ξέρει” και μάλλον η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Όλοι συμφώνησαν ότι “για να γίνεις πυροσβέστης, πρέπει να το αγαπάς. Είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά δεν καθόμαστε σε ένα γραφείο. Είμαστε άνθρωποι που για να τα καταφέρουμε, πρέπει να αγαπάμε και να τολμάμε”. Όπως λέει και στο σήμα της πυροσβεστικής “θαρσείν, σώζειν”.


Η γυναίκα που διαλέξε μεταξύ της μάνας και των παιδιών της

Είκοσι τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, εκείνη τη μέρα. Όχι από τρομοκρατική επίθεση ή μάχη στα οδοστρώματα (ανάλογα της Συρίας), αλλά από βροχή. Ο τελευταίος αγνοούμενος εντοπίστηκε στις 21/11, στα πέριξ του αμαξοστασίου του Δήμου, δίπλα στα κοντέινερ και κάποια κάγκελα που παρέσυρε ο χείμαρρος, κάτω από σωρό χώματος και φερτών υλικών. Αργότερα, κατέληξαν στο νοσοκομείο δυο άνθρωποι που ήταν βαριά τραυματίες.

Στα του τελευταίου αγνοουμένου, ο Παναγιώτης Νιάφας εξήγησε πως “είχαμε περάσει πολλές φορές από την περιοχή, αλλά δεν τον είχαμε εντοπίσει γιατί ήταν καλυμμένος”. Τον ρώτησα πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση. Μου είπε “έχω πρόχειρα τα στοιχεία από τις εκθέσεις μας. Θες να σου δείξω τη φωτογραφία του θύματος;”. Όχι. Δεν ήθελα. Και απόρησα και εκείνους που ήθελαν ή μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την εικόνα. “Κρατήσαμε κάποια από τα στοιχεία αυτής της τραγωδίας, για να τα χρησιμοποιήσουμε στις καθημερινές εκπαιδεύσεις, επί φυσικών συμβάντων”, διευκρίνισε ο Πύραρχος. Μάλλον όποιος δεν μπορεί να δει τις εικόνες αυτές, αντιλαμβάνεται ότι θα ήταν χρήσιμο να κάνει κάποια άλλη δουλειά.

Οι περισσότεροι που ανασύρθηκαν νεκροί “ήταν κατά το μήκος της παλαιάς εθνικής οδού Ελευσίνας-Θηβών. Τις πρώτες τρεις ώρες, βρήκαμε εννέα άτομα. Μετά, είχαμε πληροφορίες για άλλα 13 άτομα. Γίνονταν έρευνες και σταδιακά, μέχρι τη 12η μέρα βρήκαμε μέχρι και τον τελευταίο δηλωθέντα”. Μέσα από τον οικισμό της Μάνδρας “έβγαλαν” μόνο ένα νεκρό. “Μια γυναίκα, τη βγάλαμε με την ΕΜΑΚ”.




H Σταυρούλα σηκώθηκε στις 07.00, ώρα που ξυπνά πάντα για να πάει στη δουλειά. “Έχω μια συνήθεια, να ανοίγω το παντζούρι της βεράντας και να αγναντεύω, όσο πίνω τον καφέ μου”. Αυτό που αντίκρισε, μετά την κίνηση που είχε κάνει εκατομμύρια φορές στη ζωή της, το πρωί της Τετάρτης 15/11 θα το θυμάται για πάντα. “Είδα ένα ποτάμι μπροστά στο σπίτι μου”. Η πρώτη σκέψη ήταν “πως ονειρεύομαι”. Η δεύτερη “η μάνα μου”, που ζούσε στο κάτω πάτωμα. Όταν είχε χτιστεί το σπίτι, το ισόγειο ήταν στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο, ώσπου πριν 35 χρόνια αποφασίστηκε να υψωθεί κατά δυο μέτρα, στο πλαίσιο διάνοιξης και ανάπλασης του κεντρικού δρόμου -με συνέπεια, να χωθούν από κάτω οικείες.

“Κατέβηκα, από την πλάγια μπαλκονόπορτα -γιατί από αυτή που είναι φάτσα στο δρόμο ήταν ο χείμαρρος-, το νερό έφτανε έως το στήθος μου, άνοιξα την πόρτα του σπιτιού και είδα πως ήταν καλυμμένη μέχρι το λαιμό. Είπα “την έβγαλα”. Πήγα να βάλω το πόδι μου μέσα στο σπίτι, να πιάσω και να την τραβήξω και εκείνη την ώρα δίνει μια ο χείμαρρος (ταχύτητας 120 χιλιομέτρων, την ώρα) και φράζει την πόρτα. Η πίεση που ασκούσε ήταν τέτοια που η πόρτα είχε φρακάρει.
Την άκουγα να φωνάζει “πνίγομαι”, έως ότου την σκέπασε το νερό”. Αυτομάτως, έτρεξε στον πάνω όροφο “για να σώσω τα παιδιά μου.
Τα ξύπνησα και τα τράβηξα έξω από το σπίτι -ο μικρός μου γιος δεν πρόλαβε να βάλει τα παπούτσια του. Του φώναζα “θα τα βάλεις έξω”. Τα πήγα στο ύψωμα του δρόμου και τους είπα αν δείτε το ποτάμι να πλησιάζει, ανεβείτε πιο ψηλά, προς το βουνό”.

Αυτά που ακολουθούν της τα είπε η γειτόνισσα “γιατί από την αδρεναλίνη δεν θυμάμαι τίποτα”. Γύρισε να σώσει τη μάνα της. “Η γειτόνισσα μου φώναζε, βγες, θα πνιγείς”. Υπήρχε μια πέργκολα από τη μάντρα του σπιτιού έως την εξώπορτα της μητέρας της, που κατέρρευσε ένα δευτερόλεπτο πριν εγκαταλείψει η Σταυρούλα -αφότου κατέρρευσε η μάντρα.

Παρατηρείς μια -ολύμπια- ψυχραιμία. Η Σταυρούλα έχει δουλέψει σε επείγοντα περιστατικά, ως νοσηλεύτρια. Είχε πάρει δηλαδή, ειδική εκπαίδευση στις μαζικές καταστροφές “για αυτό με βλέπεις να αντιμετωπίζω λίγο ψύχραιμα τα πράγματα, να ιεραρχώ προτεραιότητες. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν, απλά πήγα να σώσω τη μάνα μου και μετά τα παιδιά, που ήταν πιο ψηλά και άρα πιο ασφαλή”. Δεν διαβάζεις για άλλο μέλος, διότι την τελευταία τετραετία η Σταυρούλα έχει “χάσει” πρώτα το σύζυγό της, μετά τον πατέρα της “και τώρα τη μητέρα μου. Είμαι 18 ημέρες σε υπερδιέγερση, γιατί έχω να αντιμετωπίσω χιλιάδες πράγματα. Πιστεύω πως όταν ηρεμήσω θα μου έλθουν όλα. Πρέπει να τακτοποιηθούν πράγματα”.






Add

Ένα ήταν η κηδεία της μητέρας της, που έβγαλαν νεκρή η πυροσβεστική και η ΕΜΑΚ “μπροστά στα μάτια των παιδιών μου. Δεν ξέρω πώς να τους απαλύνω τη ψυχή. Ελπίζω να κάνω το καλύτερο. Τα παιδιά τα έχω αφήσει λίγο έξω από όλο αυτό που ακολούθησε. Τα πήγα στην αδελφή μου. Ήδη έχουν περάσει πολλά στη ζωή τους. Ο μικρός είναι 13 και είναι από το σοκ στο σοκ. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Προσπαθώ”.

Η νεκρώσιμος ακολουθία έγινε στο χωριό της θανούσας, στη Βοιωτία. “Καταλαβαίνεις πως είναι ψυχοφθόρο να ‘χεις το δικό σου άνθρωπο άταφο. Και ήταν μεγάλο θέμα, ακόμα και αυτό, γιατί έπρεπε να περάσει η ιατροδικαστική υπηρεσία, να καταγραφεί στην ασφάλεια -επρόκειτο για βίαιο θάνατο. Ήταν μεγάλο θέμα”.

Έχει ενοικιάσει σπίτι και όταν της μιλήσαμε περίμενε την επίπλωση (“πήγα να πάρω στρώμα από το Δήμο και μου είπαν πως ήθελαν τις διαστάσεις (γελάει). Αφού δεν έχω κρεβάτι, τι διαστάσεις να πω για το στρώμα;”), ενώ παράλληλα προσπαθούσε να σώσει ό,τι σωζόταν από το πατρικό της. “Δεν θέλω να διαπράττω ύβρη με την αρχαιοελληνική έννοια. Πιστεύω ότι αν είσαι αχάριστος, θα σου έλθει τη ζωή. Θεωρώ πως έχω καλά τα παιδιά μου, οπότε έχω όλη την περιουσία του κόσμου. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Θα τα φτιάξω όλα. Ξέρω να μάχομαι, απλά τώρα νιώθω λίγο κουρασμένη. Με έχουν βοηθήσει πολύ οι φίλοι μου, πάρα πολλοί ξένοι. Θα τα καταφέρουμε”.



Ένα στενό πιο πάνω, επί της Κοροπούλη (όπως την ανεβαίνεις για την εκκλησία, σημείο αναφοράς της περιοχής) “τραβήχτηκε” μια από τις φωτογραφίες που είδαμε όλοι, ως ενδεικτική του κακού χαμού. Το αυτοκίνητο που ‘χει μπει μέσα στο σπίτι ανήκει στον Αρίστο. Το σπίτι, στην πεθερά του.

“Σηκώθηκα στις 06.30 για να πάω για δουλειά. Άκουσα ένα θόρυβο και νόμισα πως δούλευαν τα μηχανήματα που έβαζαν τις πλάκες, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Η μικρή μου κόρη, η Ειρήνη ήλθε αλαφιασμένη κοντά μου και φώναζε “μπαμπά, τρέξε, η γιαγιά”.

Ο Αρίστος με την οικογένεια του, ζουν δυο σπίτια δίπλα. “Είχε αρχίσει να κατεβαίνει ο χείμαρρος και δεν μπορούσα να πάω στην πεθερά μου, από το δρόμο. Ανέβηκα σε κάτι ντουβάρια, έφτασα στη σκεπή και από ταράτσα, σε ταράτσα έφτασα στη γιαγιά. Την ξύπνησα, το νερό είχε φτάσει έως το κρεβάτι της, τη σήκωσα -είναι και χοντρούλα (γελάει)-, στην αρχή είχαμε μια σκάλα μικρούλα, αλλά μετά την έσπρωχνα έως ότου πάει στην ταράτσα”.

“Μου χτυπούσε την πόρτα ο γαμπρός μου, τόσο δυνατά που έλεγα “μα τι έχουν πάθει;”. Κοιμόμουν” λέει η κυρία Ειρήνη, “δεν είχα καταλάβει το παραμικρό. Ώσπου είδα έξω και το κύμα είχε ξεπεράσει το ύψος των δέντρων. Το σπίτι μου είναι μακρόστενο, στο τέλος του η γειτόνισσα έχει έναν τοίχο.

Βάλαμε μια σκάλα και πήγαμε σε μια πλάκα, μετά στην επόμενη που ήταν πιο ψηλή, σε άλλη ακόμα πιο ψηλή και έφτασα πίσω από την κόρη μου. Τώρα δεν αισθάνομαι τα πόδια μου, αλλά δεν με νοιάζει. Κάθισα όλη μέρα στην τελευταία πλάκα και χαιρετούσα τα ελικόπτερα. Όταν έπεσε το ύψος του νερού, το μεσημέρι -είχα μια κουβέρτα, ούτε ξέρω ποιος μου την πέταξε- με κατέβασαν”.

Τι σκεφτόταν εκείνες τις ώρες; “Μακάρι να με έπαιρνε το ποτάμι. Αυτήν την τρέλα είχα, με αυτά που έβλεπα. Χτυπούσε το νερό απέναντι στα δέντρα, τις μάντρες, διέλυε τα πάντα, δεν ήξερα τι γίνεται στα παιδιά μου, δεν έβλεπα. Είχα τρομοκρατηθεί”. Ακόμα και σήμερα κοιμάται στην καρέκλα, μπροστά στην τζαμαρία του μπαλκονιού, στο σπίτι της κόρης της. “Της λέω “δεν θα κλείσεις το παντζούρι, θέλω να βλέπω. Δεν ξαναγυρίζω, παιδί μου στο δικό μου. Μπορεί το καλοκαίρι, αλλά και αυτό δύσκολο το βλέπω τώρα. Θέλω κάποιος να εξηγήσει, γιατί “σήκωσαν” το δρόμο; Ποιοι αποφάσισαν, πριν 32 χρόνια, να ανεβάσουν το ύψος του οδοστρώματος και να “πνίξουν” εμάς; Μας είχαν πει “για να αναβαθμιστεί” η περιοχή. Δείτε την αναβάθμιση” και κάνει σχετική κίνηση με το χέρι της, παρουσιάζοντας την κατεστραμμένη περιοχή.



Αριστερά το σπίτι του Αρίστου, δεξιά της πεθεράς του και στη μέση της κυρίας που είχε αποδεχθεί πως θα πεθάνει εκείνη την ημέρα, πριν την παρέμβαση του σωτήρα της.

Πίσω στη διάσωση, όπως προσπαθούσαν να φτάσουν στην ψηλότερη πλάκα, η κυρία Ειρήνη και ο Αρίστος “άκουσα τη γιαγιά που μένει μεταξύ εμού και της πεθεράς μου να φωνάζει βοήθεια”. Χωρίς να το σκεφτεί, πήδηξε μέσα και σε αυτό το σπίτι και ανέβασε και αυτήν την ηλικιωμένη γυναίκα στην ταράτσα. “Τη συγκεκριμένη, την είχε σκεπάσει το νερό. Ο γαμπρός μου έδωσε μάχη”. Τις πήγε στη σκεπή με τα κεραμίδια που βλέπεις στη φωτογραφία. “Τι να κάνουμε; Κάναμε και τον Ταρζάν”, σχολιάζει με χαμόγελο -αφού τα χειρότερα αποφεύχθηκαν. Για την οικογένεια του δεν ανησυχούσε, γιατί είχαν φύγει ήδη για ένα διώροφο σπίτι, στο ύψωμα”.

Αυτό που δεν είπε ο Αρίστος, αλλά αποκάλυψε η πεθερά του ήταν πως “κόντεψε να πνιγεί ο γαμπρός μου, γιατί στη δεύτερη κυρία που έσωσε το νερό είχε φτάσει στο πρόσωπο της. Τώρα είναι στα παιδιά της, στην Ελευσίνα. Πριν φύγει μου είπε πως “είχα κλείσει το στόμα και είπα στον εαυτό μου “αυτό ήταν τελείωσε”. Έσωσε και μια ακόμα κυρία ο Αρίστος, πριν επιστρέψει στη βάση του.

Ενόσω η κυρία Ειρήνη θυμάται εκείνες τις ώρες, συλλογίζεται τι θα γινόταν “αν είχε ξεκινήσει ο γαμπρός μου για δουλειά. Θα είχαμε πεθάνει. Δεν θα είχαμε από πού να φύγουμε”. Περνά μια γειτόνισσα, η Αντιγόνη. Ανταλλάσσουν τα τελευταία νέα, τις λίγες εξελίξεις που υπάρχουν. Τη ζητάμε να θυμηθεί εκείνο το πρωινό. Τα βλέφαρα μένουν ανοιχτά, τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Τα χέρια της είναι “δεμένα” στο στήθος της. Λέει “από τις ταινίες καταστροφής με είχε συγκλονίσει μια με μια πτώση αεροπλάνου, που έβλεπα τους ζωντανούς να τρώνε τους νεκρούς, για να ζήσουν.

Σκεφτόμουν “κοίτα πόση δύναμη κρύβει ο άνθρωπος μέσα του” αλλά πάντα άφηνα ένα “παραθυράκι”, ότι υπάρχει τεράστια δόση υπερβολής. Μετά τα όσα ζήσαμε εδώ, είμαι πια σίγουρη πως δεν υπάρχει ποιο σκληρό πλάσμα από τον άνθρωπο, στο θέμα της επιβίωσης. Είδαν τόσα τα μάτια μου, που προσπαθώ να τα απομονώσω για να συνεχίσω να ζω”.



Ο σύζυγος της είχε ξυπνήσει από τις 06.00. “Είναι συνταξιούχος και συνηθίζει να ξυπνά νωρίς και να πίνει με την ησυχία του, τον καφέ του. Εγώ ήμουν στην κουζίνα και έφτιαχνα γάλα. Μου φώναξε “το ποτάμι” και αμέσως έτρεξα στα παιδιά, να τα ξυπνήσω και να βγούμε έξω. Ο γιος μου διαμαρτυρήθηκε -γιατί δεν είχε καταλάβει τι γίνεται- ώσπου έσπασε το σπίτι, δίπλα και τον είδα με δυο σάλτα να σκαρφαλώνει στην κολόνα -μπορείς να δεις στο πηχάκι του μπαλκονιού τα δάχτυλά του. Για καλή του τύχη, είναι 2.02 και κρεμάστηκε από εκεί. Ο άνδρας μου σκαρφάλωσε στην κολόνα του υποσταθμού της ΔΕΗ, ο χείμαρρος πήρε την αυλόπορτα και άρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν τα αυτοκίνητα, από την αυλή. Έβλεπα το παιδί μου και τον άνδρα μου κρεμασμένους, είχα το μικρό μου γιο και προσπαθούσα να τον προφυλάξω, να κρατάμε και καλά, την πόρτα της κουζίνας να μην μπουν τα νερά. Άκουσα μια έκρηξη και είδα να αναβλύζει λάσπη από τη λεκάνη. Τρελάθηκα και έτρεξα να ανοίξω την κυρία είσοδο του σπιτιού. Το ίδιο δευτερόλεπτο ο χείμαρρος έσπασε την πόρτα της κουζίνας. Αυτό που ζήσαμε, ειλικρινά στο λέω, δεν περιγράφεται”.

Έρχεται η κυρία Ειρήνη και συζητούν για τα ρούχα που απέμειναν. Η Αντιγόνη σχολιάζει “ποτέ μην κοροϊδέψεις τίποτα, στη ζωή σου. Τα δικά μου εσώρουχα τα είχα χαμηλά και των ανδρών ψηλά. Ε, τόσες ημέρες είμαι με μποξεράκια”. Χαμογελά και κοιτώντας πάλι, το σπίτι της “σκοτεινιάζει”. “Να σου πω κάτι; Όταν με πιάνει κατάθλιψη και απελπισία, μου έρχεται στα μάτια η σκηνή που σου περιέγραψα και επανέρχομαι. Λέω “είμαστε ζωντανοί και συνεχίζουμε”.







Add

Συμφωνούν πως αυτά που αφηγούνται, δεν τα έχουν διαχειριστεί ακόμα, γιατί έχουν μια σειρά από πράγματα να τακτοποιήσουν. Βασικά, έχουν να φτιάξουν ξανά την καθημερινότητα τους, τα σπίτια τους και τελικά τη ζωή τους. “Είμαστε άνθρωποι και σκεφτόμαστε πως αν γινόταν όλο αυτό μισή με μια ώρα αργότερα, η Μάνδρα θα περνούσε στην ιστορία ως μια νεκρή πόλη”

. Θα ήταν η ώρα που τα παιδιά θα είχαν βγει στους δρόμους για να πάνε σχολείο.

Συνεχίσαμε να περπατάμε στο μεγαλύτερο δρόμο της περιοχής (“αυτόν που είναι γεμάτος ζωή”), όταν ένας οδηγός αυτοκινήτου που πέρασε δίπλα μας είπε και ένα “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι”, αλλά δεν έμεινε να... τεκμηριώσει). Η Κοροπούλη που τώρα είναι δρόμος 12 μέτρων πλάτους, ήταν ρέμα που είχε και 4 μέτρα βάθος, όταν ο κύριος Χρήστος έφτιαξε εκεί το σπίτι του. Ήταν η φυσική συνέχεια του ρέματος της Αγίας Αικατερίνης, που αν και πιο μικρό από εκείνο στις “Σκούρες” απεδείχθη το πιο θανατηφόρο, με το χείμαρρο να αναζητά τη φυσική του κοίτη και να “θερίζει” τα πάντα.

Κατά το μπάζωμα, η ΕΥΔΑΠ δημιούργησε αγωγό, διαστάσεων 3Χ3 που δεν έφτανε ούτε για τα βασικά (βλ. νερά από φρεάτια). Πολλώ δε για τους τόνους νερού από τα βουνά. Τότε. Με τα χρόνια άρχισε να βουλώνει (οι κάτοικοι καταγγέλλουν κακοτεχνία και κακή συντήρηση) και πλέον, έχει γεμίσει. “Τώρα με την παραμικρή βροχή θα υπάρξει πρόβλημα”.


Ο κ. Χρήστος με τον Τζόνι που σώθηκε, γιατί τοποθετήθηκε στο ψηλότερο σημείο του σπιτιού.

Ο κ. Χρήστος, μας κάλεσε σπίτι του. Μας ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε κάτι να μας κεράσει -πέραν εμφιαλωμένου νερού που μοίραζε ο στρατός, μαζί με φαγητό για τρεις εβδομάδες, αφού το πόσιμο εμφανίστηκε μετά δυο εβδομάδες, αλλά δεν ήταν καθαρό! Έγινε με τη συμπλήρωση μήνα. Μας ενημέρωσε και ότι η γυναίκα του έχει πάει σε μια μοδίστρα, να κοντύνει δυο παντελόνια που του έδωσαν “γιατί δεν έμεινε τίποτα να βάλω”.

Ο κ. Χρήστος, που λες είναι συνταξιούχος και ξυπνά από τις 04.00. Του ‘χει μείνει το χούι από όταν δούλευε. Κάθεται δίπλα στον Τζόνι (ένα καναρίνι που ‘χει το όνομα του εγγονού του) και ρεμβάζει. Αυτή η συνήθεια έσωσε τη ζωή του ίδιου και της γυναίκας του.

“Έπινα τον καφέ μου και κάπου στις 05.00 άκουσα ένα θόρυβο, παράξενο. Έμοιαζε με τη βοή που προηγείται ενός μεγάλου σεισμού, αλλά απόμακρο. Βγήκα στη βεράντα, να δω τι γίνεται”. Υπήρχε στο δρόμο 50 εκατοστά νερό. Κοίταξε γύρω. Δεν είχε βρέξει σταγόνα. “Πήγα στη γυναίκα μου, που κοιμόταν και της λέω “σήκω, θα γίνει καταστροφή”. Οι εμπειρίες από το παρελθόν (“έχω πλημμυρίσει επανειλημμένως”) τον βοήθησαν να καταλάβει πως τα πράγματα ήταν σοβαρά. “Μέχρι να βγούμε έξω το νερό ανέβαινε. Ξαφνικά, έφτασε στο πέμπτο σκαλοπάτι μου -το σπίτι είναι υπερυψωμένο. Από εκεί και ύστερα, είπα στη σύζυγο “πάμε να φύγουμε γιατί θα πνιγούμε”.

Δεν είχα ξαναδεί το νερό να φτάνει τόσο ψηλά -και έχω ζήσει πολλές πλημμύρες. Μέχρι να γυρίσουμε να μπούμε σπίτι, το νερό έφτασε στα πόδια μας, με έναν κυματισμό. Είπα στη γυναίκα μου “τρέξε” και έπεσα με την πλάτη μπροστά στην πόρτα, για να σώσω ό,τι μπορώ. Εκεί άρχισε το μεγάλο κακό”. Ήταν λίγο μετά τις 06.00.

Τα κύματα του χειμάρρου χτυπούσαν την πόρτα. Μια, δυο, τρεις ο κ. Χρήστος σηκώθηκε και τράβηξε τη γυναίκα του στην κουζίνα, στην άλλη άκρη του σπιτιού. “Μέχρι να ανοίξουμε την πόρτα της κουζίνας, η κεντρική “έφυγε” από τα νερά και έπεσε με δύναμη στο σαλόνι. Μαζί και ένας καναπές που είχα έξω”.

Η μόνη πόρτα διαφυγής άνοιγε προς τα έξω “και την έκλεινε το νερό”, ώσπου καταφέραμε να βγούμε και να πάμε προς τη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Μόλις βγήκαμε, μου έφυγε η γυναίκα μου. Την πήρε το νερό. Όρμισα, την έπιασα και την τράβηξα πίσω. Δεν προλάβαμε να κάνουμε ένα βήμα και την ξαναπήρε ο χείμαρρος (είχε τρομερό νερό και τρομερή λάσπη). Πιάστηκα με το ένα χέρι σε μια βρύση, με το άλλο την άρπαξα πάλι και ανεβήκαμε τις σκάλες. Μετά άρχισε το μεγάλο κακό”.

Από την ταράτσα του σπιτιού του, όπου έμεινε για εξήμισι ώρες (“από τις 7 παρά μέχρι τη 1), είδε όλη την καταστροφή. “Το ύψος του νερού έφτασε τα 4 μέτρα. Δεν μπορούσε να προσεγγίσει κανείς. Κάποια στιγμή, η κουμπάρα μας πέταξε μια ρόμπα στη γυναίκα μου. Ήμασταν μούσκεμα. Ούτε θυμάμαι το πώς και το ποιος”. Το απέναντι σπίτι έχει σημάδι λάσπης, πάνω από τα παράθυρα “και μέσα ήταν η γιαγιά, χωρίς εμείς να μπορούμε να κάνουμε κάτι”.



Τι σκεφτόταν όλες εκείνες τις ώρες, αγκυροβολημένος στην ταράτσα, με όσα έβλεπαν τα μάτια του;

“Να σωθούμε με τη γυναίκα μου! Ωστόσο, έβλεπα τα αυτοκίνητα που έφερνε το νερό με 200 χιλιόμετρα και όπου χτυπούσαν, γινόταν καταστροφή. Με του ανεβήκαμε τις σκάλες, ένα αυτοκίνητο έσπασε τον πίσω μαντρότοιχο του σπιτιού, έσπρωξε τα δυο αυτοκίνητα που είχαμε εκεί, μαζί με τη γκαραζόπορτα, τα πέταξε απέναντι και... σταμάτησε στη θέση που ήταν τα δικά μας”. Αν αργούσαν ένα λεπτό να κατευθυνθούν προς τις σκάλες, το αυτοκίνητο θα έπεφτε πάνω τους.

Άπαξ και έφυγε ο πίσω μαντρότοιχος και δεδομένου ότι ο μπροστά είχε καταστραφεί πρώτος “το νερό χτυπούσε το σπίτι από όλες τις μεριές”. Ο Τζόνι σώθηκε από παρέμβαση της συζύγου, που έβαλε στο πιο ψηλό σημείο το κλουβί. “Ό,τι είχαμε στις ντουλάπες, χαμηλά, καταστράφηκε. Τα έπιπλα επίσης. Είχαμε 500 ευρώ, τα δώσαμε να φτιάξουμε ό,τι μπορούσαμε. Το ωραίο είναι πως την προηγούμενη είχαμε τελειώσει τα βαψίματα και τα ασπρίσματα -βάψαμε οι ίδιοι τις πόρτες, τους τοίχους και είχαμε χαρά που καταφέραμε να αλλάξουμε την ταπετσαρία της κουζίνας- και συζητούσαμε αν θα στρώσουμε ή να περιμένουμε λίγο ακόμα”. Μας δείχνει τα φουσκώματα στις πόρτες και τις λάσπες στο ταβάνι.

“Μας έστειλε πιεστικό η κόρη μας, από την Κέρκυρα όπου μένει και έπεσαν πέντε άτομα να καθαρίσουν το σπίτι. Περιμένω να σαπίσουν και άλλα έπιπλα, από αυτά που πετάξαμε”. Καταλήγει στο ότι “σημασία έχει ότι είμαστε καλά. Μας έφεραν ένα κρεβάτι -μια φίλη. Είναι συγκινητική η προσφορά του κόσμου. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχουν δώσει”.

Είναι χρόνια συνταξιούχος. Ο εργοδηγός που είχε στη δουλειά του αγόρασε κουζίνα. Ένας άλλος φίλος, το πλυντήριο. “Και πάμε στο Δήμο να ζητήσουμε μια σκούπα και ένα φαράσι και μας λένε “δεν έχουμε”.

Ο κύριος Χρήστος είπε πως οι νεκροί είναι υπερδιπλάσιοι αυτών που έχουν δηλωθεί “γιατί πρόκειται για αδήλωτους. Ποιος θα πάει να δηλώσει τους Πακιστανούς και τους Ινδούς που στοιβάζονταν στα εργοστάσια, δέκα δέκα σε ένα δωμάτιο;”. Λέει και εκείνος πως “αν όλο αυτό γινόταν μια ώρα μετά, θα είχαμε χιλιάδες νεκρούς. Ούτε Χιροσίμα”...

Για την ιστορία, όσοι έχασαν τα σπίτια τους φιλοξενήθηκαν σε ξενοδοχεία της Ελευσίνας... έως την τελευταία ημέρα του Νοεμβρίου, όταν όπως μας είπαν κάτοικοι της Μάνδρας “τους πέταξαν έξω”.


Σε όλα τα δέντρα, υπήρχαν χτυπήματα από αυτοκίνητα, φράκτες και ό,τι άλλο παρέσυρε ο χείμαρρος.
Λέμε να τον αφήσουμε στην ησυχία του και κατευθυνόμαστε προς την έξοδο. Μας δείχνει τα πεύκα που είναι στην άκρη του (πρώην) πεζοδρομίου, κατά μήκος του δρόμου. “Αυτά έκαναν τη μεγαλύτερη καταστροφή, από τις προσκρούσεις των αυτοκινήτων επάνω τους δημιουργούσαν νέο λούκι νερού, άλλαζαν την κατεύθυνση, αύξαναν την ορμή”. Οργίζεται και λέει “ο δρόμος μπροστά από το σπίτι ήταν ρέμα. Ο Θεούλης που τα έκανε ήξερε τι έκανε και δίπλα ήταν παραπόταμος αυτού. Αν σκάψουν τρία μέτρα θα δουν τον αγωγό που είχαν βάλει, για να πηγαίνουν τα νερά απέναντι”. Παλιά.


Στις 10 ημέρες εξαφανίστηκαν όλοι

Στην πρώτη επίσκεψη στη Μάνδρα, είχε “πέσει” το φως. Παρ’ όλα αυτά, όταν είδαμε μια τουαλέτα, στη μέση του δρόμου -διότι το ποτάμι είχε “ρίξει” τοίχους του σπιτιού-, αλλά και ένα σημείο στον κεντρικό δρόμο, από το οποίο είχε “φύγει” το έδαφος. Κοντοσταθήκαμε -σοκαρισμένες-, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι έχει γίνει. Μας είπαν πως μαζί με το δρόμο είχε “φύγει” και η αυλή του σπιτιού που φαινόταν... μετά το ρέμα που είχε δημιουργηθεί.

Φαίνονταν καλώδια (υψηλής τάσης) της ΔΕΗ, ενώ ο αγωγός του Δήμου, για το νερό, περνούσε μέσα από έκταση που ανήκει σε ιδιώτη. Τι εννοώ; Αυτό που μόλις διάβασες. Πριν οκτώ χρόνια, ο αγωγός είχε σπάσει, είχε πάει ο Δήμος να επισκευάσει και έγινε η ενημέρωση για το παράλογο. Δεν άλλαξε κάτι. Τώρα, ο αγωγός έσπασε ξανά -και το πιθανότερο είναι πως η Γλυκερία και ο Βασίλης θα κληθούν να πληρώσουν το “μάρμαρο”. Ο Βασίλης ενημερώνει ότι “ήλθαν να ψάξουν πού είναι η διαρροή και δεν έβρισκαν τον αγωγό” γιατί... προφανώς στα σχέδια είναι σε δημόσιο δρόμο. “Εγώ τους έδειξα πού είναι και τον “τάπωσαν”. Φυσικά, τον συνέδεσαν ξανά στο ίδιο σημείο. Μας είπαν πως είναι προσωρινός”.

Όλα παρέμεναν εκτεθειμένα τρεις εβδομάδες, μετά τη μαύρη Τετάρτη -αφότου είχαν ανοίξει ξανά τα σχολεία, με φορτηγά που είχαν υλικό να περιμένουν τους πληγέντες μαθητές, απ’ έξω. Γενικά, βοήθησαν πολλοί -ενδεχομένως όχι όσοι θα έπρεπε, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που μετρά κατά κύριο λόγο, είναι το αποτέλεσμα. Μετά ασχολείσαι με τις ευθύνες. Η Γλυκερία μας είπε πως “οι ειδικοί ενημέρωσαν ότι το σπίτι μας επισκευάζεται. Για την ακρίβεια, μας είπαν πως λίγη ενίσχυση θέλει το μπαλκονάκι και είμαστε ΟΚ”. Παρένθεση: δεν υπάρχει πια μπαλκονάκι.




Δεκαοκτώ ημέρες μετά την καταστροφή, υπήρχε διαρροή (την είδαμε δηλαδή, κι εμείς) και εκτεθειμένα καλώδια, με μια κόλα Α4 να λέει “προσοχή”. Ούτε λόγος για πλέγμα, ώστε να υπάρχει προφύλαξη από ηλεκτροπληξία. Και στο λέω αυτό, διότι ο δρόμος που είναι ακριβώς δίπλα στα καλώδια καταλήγει σε σχολείο. “Για να πάρω νερό για το σπίτι μου, μου έβαλαν μια μπλε σωλήνα” εξηγεί ο Βασίλης, “πρέπει κάθε φορά να κάνω καταρρίχηση, να συνδέω το λάστιχο... και δίπλα ακριβώς είναι το καλώδιο της ΔΕΗ”. Καλό;

“Στην τρύπα που βλέπετε, ήταν δυόμιση πλάκες πεζοδρόμιο και μετά η αυλή του σπιτιού με δέντρα, τσιμέντο”. Τα παιδιά σώθηκαν από τους σκύλους τους. “Μας ξύπνησαν, με τα γαβγίσματα τους. Βγήκα έξω να δω τι έχουν πάθει και αντίκρισα το ποτάμι, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα με ανθρώπους μέσα, υπήρχε ακόμα η αυλή” θυμάται η Γλυκερία. “Τα πήρα μέσα. Ακόμα δεν είχαμε δει ακριβώς τι γίνεται, γιατί η ορατότητα είναι περιορισμένη -το σπίτι δεν είναι πάνω στο δρόμο”.

Προσπάθησαν να κλείσουν γύρω γύρω τις πόρτες και τα παράθυρα, με κουβέρτες και μαξιλάρια “αλλά το νερό μπήκε και μας έφτασε έως τη μέση. Έσπασε η κεντρική πόρτα, πέρασε η κεραμοσκεπή από μπροστά του (“από τύχη ζούμε” συμπληρώνει ο Βασίλης), και τρέξαμε στο πίσω μέρος”. Δεν μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα. Δεν τους άφηνε το νερό.



Πίσω από τις πόρτες, είναι η λαμαρίνα που έσωσε τα παιδιά.

“Βγήκαμε από το παράθυρο, πατήσαμε στη λαμαρίνα που ‘χει ο λέβητας και φτάσαμε στη σκάλα”, έχοντας από ένα σκύλο αγκαλιά ο καθένας. “Η απόσταση της σκάλας από την πόρτα είναι δυο μέτρα, τα οποία ήταν αδύνατο να διανύσουμε. Αν δεν υπήρχε η λαμαρίνα, θα μας είχε πάρει το κύμα”. Έμειναν στην ταράτσα (“αγκαλιά με τους σκύλους, να κοιτάμε το κύμα να καταστρέφει τα πάντα”) για ώρες “και ακούγαμε να σπάνε πράγματα στο σπίτι”. Εστίασαν στο ότι είχαν σωθεί, όλοι “γιατί δεν θα άντεχα να “χάσουμε” και τους σκύλους μας” λέει -με ανακούφιση- η Γλυκερία.

Την ώρα που μας μιλούν τα παιδιά, σταματά ένα μηχανάκι. Ο οδηγός του, παραδίδει στον Βασίλη φακέλους. Εκείνος σχολιάζει, με χαμόγελο πως "έρχεται που λες, και ο ταχυδρόμος και φέρνει λογαριασμούς”.

Συζητάμε για το τι πιστεύουν πως θα γίνει, από εδώ και πέρα. Η Γλυκερία ομολογεί πως “ήδη δεν περνά κανείς”. Κάποιος άλλος εκτός των δεκάδων -να με συμπαθάς για τον όρο- ηλιθίων που σχημάτισαν ουρές στη Μάνδρα, λίγα εικοσιτετράωρα μετά το μεγάλο χαμό... για να δουν τι είχε γίνει και να βγάλουν φωτογραφίες.

“Πολλά αυτοκίνητα με αθηναϊκές πινακίδες εμφανίστηκαν την Κυριακή, τέσσερις ημέρες μετά την καταστροφή, ντυμένοι με καλά ρούχα, μετά το φαγητό τους. Δεν ήλθαν δηλαδή, να βοηθήσουν, αλλά να μας δουν και να βγάλουν φωτογραφίες, λες και είμαστε εκθέματα. Εμπόδισαν και τη διέλευση πυροσβεστικού -που είχε ενεργή τη σειρήνα” λέει ο Γιάννης, που διατηρεί με τον πατέρα του φωτογραφείο επί της Στρατηγού Ρόκα -το δρόμο που σε βάζει στη Μάνδρα. Μου είπε πως είχε και σχετική φωτογραφία. Τον ρώτησα αν θέλει να τη δώσει. Την έδωσε.


Την Κυριακή, μετά τη μεγάλη καταστροφή, πλήθος κόσμου... πέρασε από τη Μάνδρα για να βγάλει φωτογραφίες.

Απέναντι από τη Γλυκερία και τον Βασίλη, υπάρχει ένα διαλυμένο σπίτι. “Τρεις άνδρες έβγαλαν την ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε εκεί” μας λένε. Στην επόμενη γωνία είχε το μαγαζί της η Εύα -με είδη γάμου και βάπτισης. Ισοπεδώθηκε. Είχε γύρω, γύρω τζαμαρίες. Δεν έμεινε τίποτα. “Για πρώτη φορά στόλισα πολύ πιο νωρίς από ό,τι συνηθίζω και ήμουν πολύ χαρούμενη. Να δες πώς ήταν το μαγαζάκι μου” λέει με χαμόγελο στα χείλη και θλίψη στα μάτια, δείχνοντας μια φωτογραφία. Η επόμενη είναι αυτό που έμεινε μετά πλημμύρα.



“Ναι, δεν έμεινε τίποτα. Αλλά αφού είμαστε καλά, δεν πειράζει. Θα τα βρούμε όλα”. Η Εύα έχει περάσει πολλά. Έχει μάθει να αγωνίζεται, να μην τα παρατά. Τελικά, αντιλαμβάνομαι πως όσοι σώθηκαν στη Μάνδρα έχουν αυτή τη νοοτροπία: του αγώνα και της επιβίωσης. “Ό,τι γίνεται με χρήματα, ξαναγίνεται. Οι ανθρώπινες ζωές δεν γυρίζουν πίσω” σχολιάζει η Εύα, που χωρίς τη βοήθεια της δεν θα είχαμε κάνει ούτε το 50% αυτής της δουλειάς. Την ξέρουν όλοι στην περιοχή.

Την αγαπούν όλοι. Της πρότεινα να βάλει υποψηφιότητα για Δήμαρχος. Γούρλωσε τα μάτια της.

“Είσαι καλά; Δεν έχω πρόβλημα με τη δουλειά ή να βοηθώ όπου μπορώ, αλλά εδώ μας κοροϊδεύουν. Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις; Είναι ξεκάθαρο το πρόβλημα όπως και το τι πρέπει να γίνει. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν γίνεται κάτι;”.

Οι πρώτοι εθελοντές ήταν "άνθρωποι που 'χουν ζήσει την καταστροφή"

Ανηφορίζουμε προς την εκκλησία, στην αρχή της Κοροπούλη, στο δρόμο που μπαίνεις στη Μάνδρα, όπου συμβαίνει το εξής παράδοξο. Έως το ύψος του Δημαρχείου, δεν υπάρχει ένδειξη για το όποιο πρόβλημα. Ένα βήμα μετά είναι λες και μπαίνεις σε εμπόλεμη ζώνη. Παντού υπήρχε ακόμα λάσπη και σημάδια καταστροφής. Μας δείχνουν ένα κενό τετράγωνο, στο έδαφος. “Εδώ ήταν περίπτερο. Το πήρε ο χείμαρρος, μαζί με τον περιπτερά που σώθηκε από θαύμα. Κάποιος τον τράβηξε και τον απομάκρυνε. Το περίπτερο “ξεβράστηκε” κάποια στενά πίσω. Είναι ακόμα εκεί”. Όσα καταστήματα δεν υπέστησαν την παραμικρή ζημιά και διατίθενται σε πληγέντες που ενδεχομένως θέλουν να μεταφέρουν αλλού τις επιχειρήσεις τους, έχουν πια “τσιμπημένα” ενοίκια. Παράλογο; Μάλλον εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των όσων έχεις διαβάσει μέχρι εδώ.


Βλέπουμε ένα κομμωτήριο που είναι λες... και κάποιος το έβαλε στη μέση του χαμού. Καθαρό, λειτουργικό, με το χριστουγεννιάτικο στολισμό του, τα πάντα. Ο Σπύρος μένει στη Μάνδρα. Στα Βαλάρια, που δεν έπαθαν το παραμικρό. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να σου πω για μια παραγγελία σόμπας, από περιοχή που δεν επλήγη, με την κυρία που είχε κάνει την παραγγελία να διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση στην αποστολή -και την εταιρία να προσπαθεί να της εξηγήσει πως δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουν σπίτι της, αφού δεν υπήρχαν δρόμοι. Αυτό συνέβη ανήμερα της καταστροφής.

Όταν ο Σπύρος κίνησε το πρωί εκείνης της Τετάρτης για τη δουλειά, θα ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, αν δεν τον είχαν πάρει τηλέφωνο να του πουν πως το μαγαζί του πλημμύρισε. “Επιχείρησα να δω μέσω Internet τι έχει συμβεί, αλλά δεν υπήρχε σήμα. Δεν υπήρχε τίποτα. Στις 11 ξεκίνησα να έρχομαι με τα πόδια. Όσο πλησίαζα, πάθαινα σοκ. Είχαν ξεκολλήσει πεζοδρόμια, είχαν καταστραφεί σπίτια, αυτοκίνητα. Υπήρχαν προφυλακτήρες πάνω σε φράχτες. Είχα συγκλονιστεί. Δεν θυμάμαι πολλά, πιστεύω από το σοκ. Έφτασα στο μαγαζί και είδα πως δεν υπήρχε τίποτα. Το νερό τα ‘χε πάρει όλα. Τζαμαρίες, καρέκλες, καθρέφτες. Ευτυχώς είχε μπει ένα επαγγελματικό ψυγείο στο χώρο, που... κράτησε κάποια από τα υπάρχοντα μου, στη θέση τους”.

Άρχισε να βγάζει τη λάσπη, την ίδια ημέρα “παρ’ όλο που έτρεχε το ποτάμι. Όσοι είδαν τι είχε απομείνει, μου έλεγαν πως δεν ξαναφτιάχνεται το κομμωτήριο. Ήταν όλα κατεστραμμένα. Να σου πω εδώ ότι δυο εβδομάδες νωρίτερα, είχα ολοκληρώσει μια ανακαίνιση -ακόμα χρωστάω για αυτή. Επί δεκαπέντε ημέρες δούλευαν δέκα άτομα από το πρωί έως το βράδυ “μας βοήθησε ο Δήμος, αλλά και πάρα πολλοί εθελοντές”.

Δεν σκέφτηκε να στήσει κάπου αλλού την επιχείρηση του, δεδομένου και ότι οι μετεωρολόγοι έχουν πει πως ανάλογα φαινόμενα θα σημειωθούν ξανά -λόγω και της κλιματικής αλλαγής; “Με αγχώνει αυτό, αλλά εδώ έχω μεγαλώσει και δεν θέλω να δω τον τόπο μου να ερημώνει. Απλά ελπίζω πως αυτή τη φορά θα γίνουν αντιπλημμυρικά έργα και είπα να το ρισκάρω”.



Οι πρώτοι που έτρεξαν να βοηθήσουν “ήταν άνθρωποι που έχουν ζήσει την καταστροφή και την καταλαβαίνουν”, μας είπε η Νένα, κόρη επιχειρηματία της περιοχής. “Ήταν η πακιστανική ομάδα Ελευσίνας και ασυνόδευτα προσφυγόπουλα”, μαζί με γείτονες και επιχειρηματίες της περιοχής.

Όπως είπε ο κ. Χρήστος, ιδιοκτήτης ψητοπωλείου που κατεστράφη ολοσχερώς “η βοήθεια ήταν πολύ μεγάλη. Αφότου ήλθε η πυροσβεστική και το καθαρίσαμε, ο κόσμος έφερνε ρούχα και φαγητά.

Μαγειρεύαμε εδώ μαζί, τρώγαμε μαζί”. Υπήρχαν και αυτοί που έκριναν πως ήταν η καταλληλότερη στιγμή, για πλιάτσικο. Σε μια καταστροφή ξεκάθαρα τα βλέπεις όλα.




Πίσω στον κ. Χρήστο, μας είπε πως δεν βρήκε ούτε πιρούνι, στο μαγαζί του. Καταστράφηκαν τα πάντα. “Με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν πως τα έχασα όλα. Το νερό έφτασε έως τη μέση της τέντας. Δεν μπορούσα να προσεγγίσω. Διήνυσα απόσταση 700 μέτρων σε διάστημα μεγαλύτερο της ώρας -από στενό σε στενό και από τοίχο σε τοίχο, γιατί υπήρχε ενάμιση μέτρο νερού”.

Μας διαβεβαίωσε πως για να γίνει η Μάνδρα όπως ήταν “θέλει περισσότερα από δυο χρόνια.

Ανεβείτε στο βουνό να δείτε τι έχει γίνει. Ο δρόμος “σχίστηκε” στα δυο. Υπάρχουν σπίτια γκρεμισμένα. Άνθρωποι πέθαναν. Εμείς ζήσαμε, αλλά νέα παιδιά “έφυγαν”. Εμείς χάσαμε την περιουσία. Δεν πειράζει. Θα παλέψουμε. Οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω. Μιλάμε για νέους που άφησαν πίσω τους μικρά παιδιά και έβλεπα στην τηλεόραση πατέρα να ψάχνει να βρει το παιδί του, μέσα στα ποτάμια”.

Λίγα μέτρα μακριά, ένα κομμάτι που είχε απομείνει στην τζαμαρία έγραφε “φούρνος”. Τα υπόλοιπα δεν θύμιζαν σε τίποτα εργαστήριο ή σημείο πώλησης. Βγήκαμε απ’ έξω τον Βαγγέλη, ιδιοκτήτη του ακινήτου, ο οποίος δεν μένει εκεί. Έχει την τύχη να ζει σε σημείο που δεν επλήγη (“είναι πάνω στην ανηφόρα”). “Με πήρε στις 7 ο ενοικιαστής και μου είπε πως το μαγαζί πλημμύρισε. Είχα πρόχειρη την εικόνα του 2015 και πίστευα ότι έχει συμβεί κάτι ανάλογο, όταν είχε μπει νερό μέσα στο μαγαζί”. Όταν προσέγγισε την περιοχή “είδα το νερό να ‘χει φτάσει στα δυο μέτρα και κατάλαβα πως έχει γίνει κάτι πολύ σοβαρό. Ο ενοικιαστής, με τους δυο υπαλλήλους του που ζύμωναν εκείνη την ώρα, έφυγαν από την πίσω πόρτα και γλίτωσαν. Έκτοτε δεν έχει επισκεφτεί την περιοχή.


“Μου λέει πως έχει κατάθλιψη. Πρέπει όμως, κάτι να γίνει, να έλθει να δει ποια μηχανήματα έχουν σωθεί, να τα καθαρίσουμε, να προχωρήσουμε”. Μας είπε και για την επίσκεψη των Βαγγέλη Μαρινάκη (o άνδρας με το μπλε μπουφάν είναι ο Βαγγέλης) και Μαριάννας Βαρδινογιάννη, οι οποίοι έσπευσαν να βοηθήσουν (“έδωσαν πολλές επιταγές, με μεγάλα ποσά, σε όποιον τους πλησίαζε και τους έδειχνε την καταστροφή του”).

Ο Βαγγέλης δεν πιστεύει πως θα γίνουν αντιπλημμυρικά έργα. “Αν δεις όλοι οργανώνονται κατά τρόπο που να αντιμετωπίσουν επανάληψη του ίδιου φαινομένου. Υψώνουν τοίχους μπροστά στις επιχειρήσεις τους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει εδώ. Αλλά η πεποίθηση είναι πως δεν θα γίνει κάτι”.


"Δεν θα γίνει τίποτα"

Ο κύριος Μελέτης διατηρεί φωτογραφείο, στη Στρατηγού Ρόκα. Μένει στην Ελευσίνα, αλλά η επιχείρηση του είναι στη Μάνδρα, επί 30 χρόνια. “Ξύπνησα από τον συναγερμό που χτύπησε στο μαγαζί, στις 7. Άνοιξα τις κάμερες και είδα να σπάει η τζαμαρία και είπα στο γιο μου “Γιάννη σήκω, γιατί μας κλέβουν το μαγαζί”. Δεν κατάλαβα από την ταραχή, τι γίνεται. Ο μεγαλύτερος φόβος μας ήταν έως τότε, οι κλοπές”. Εκείνη την ημέρα, στην Ελευσίνα δεν υπήρχε υποψία βροχής. “Φύγαμε για να πάμε στη Μάνδρα και στη γέφυρα, είχε σταματήσει η κυκλοφορία”. Κατέβαινε ο χείμαρρος “και τότε είδαμε από τις κάμερες πως το μαγαζί είχε πλημμυρίσει. Το νερό είχε φτάσει μέχρι το 1.60”. Η λάσπη έφτασε στους 50 πόντους.

Χρειάστηκαν τέσσερις ώρες, για να φτάσουν στον προορισμό τους (πέραν της κίνησης, έπρεπε να “πέσει” και το ύψος του νερού), για διαδρομή που συνήθως κάνουν σε κάποια λεπτά. “Αυτό που είδαμε εκείνη την ημέρα, το είχαμε συναντήσει μόνο στις τηλεοράσεις, σε ειδήσεις για τσουνάμι. Γύρω στα 17 αυτοκίνητα και δυο φορτηγά είχαν γίνει μια μάζα, ακριβώς απέναντι” εκεί όπου συναντιούνται τρεις διαφορετικοί δρόμοι που εξελίχθηκαν σε τρία διαφορετικά ποτάμια.



“Προσπάθησα να κρατήσω τη ψυχραιμία μου, γιατί κόποι μιας ζωής εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Είχα πολλά μηχανήματα, όπως και άλμπουμ με γάμους και βαφτίσια που είχα προς παράδοση”. Ποιο ένστικτο κυριάρχησε; “Της επιβίωσης. Μόλις αρχίσαμε να μαθαίνουμε για γνωστούς ανθρώπους που πέθαναν, καταλάβαμε ότι αφού είχαμε την υγεία μας, τα είχαμε όλα”. Βοήθησε και ο εντοπισμός τσάντας με τα DVD που είχαν το αρχείο του. “Σκέφτηκα πως τουλάχιστον έχουμε ένα σημείο εκκίνησης”.


H κόρη του, Νάνα ξεκίνησε κάποια ώρα αργότερα “με ένα σάκο για να βάλω ό,τι μπορούσε να σωθεί. Γνώριζα τι έχει γίνει. Είχα δει videos στο YouTube, όταν τα τηλεοπτικά κανάλια δεν είχαν δείξει ακόμα, κάποια εικόνα από την περιοχή. Κατάφερα να φτάσω κατά τις 16.00, για να πάρω σαν πιο ξεκούραστη, τα DVD. Είδα τον πατέρα μου να κάθεται σε μια καρέκλα, σκεφτικός. Στο μαγαζί υπήρχαν κλαδιά, λάσπη και ένας σκύλος που τριγυρνούσε και μύριζε τα σπασμένα γραφεία. Αυτό ως εικόνα ήταν απίστευτη”.

Και όλα αυτά, από μια βροχή (εντονότατη μεν, αλλά από μόνη της δεν θα δημιουργούσε όλο αυτό). “Έχουν αφήσει τα αντιπλημμυρικά έργα σε κάποια συρτάρια. Όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, ακούω για αυτά τα έργα, αλλά δεν τα βλέπω. Όταν κατέβαιναν χείμαρροι, ανανεώνονταν οι συζητήσεις, ενώ από χείμαρρο σε χείμαρρο η κατάσταση γινόταν χειρότερη και τώρα έγινε αυτό που έγινε”. Παρ’ ό,τι γνωρίζουν πως έργα δεν γίνονται, το μαγαζί το ξαναέφτιαξαν “γιατί χωρίς αυτό, δεν έχουμε τίποτα. Χάσαμε τον εξοπλισμό και μείναμε με τους μισούς τοίχους. Αν χάσουμε και τη θέση μας σαν επιχείρηση, θα είμαστε στο μηδέν. Σίγουρα όμως, τέθηκε ως θέμα, πριν καταλήξουμε να ξαναφτιάξουμε το μαγαζί”.




Πριν δυο χρόνια το μαγαζί είχε πλημμυρίσει ξανά “αλλά ευτυχώς χάσαμε μόνο εμπόρευμα. Είχαμε το μυαλό μας αυτού του επιπέδου το πρόβλημα και όταν παρακολουθούσαμε το νερό να φτάνει σε δεύτερους και τρίτους ορόφους πολυκατοικιών. Δεν μπορούσα όμως, να καταλάβω πως στην ευθεία είναι στο ενάμιση μέτρο. Ο αδελφός μου ήταν ο πρώτος που ήλθε -όταν δεν υπήρχε καν πληροφορία για νεκρούς-, είδε το μαγαζί σε πολύ άσχημη κατάσταση, τέτοια που δεν περιγράφεται και προσπάθησε να καθυστερήσει τον πατέρα μου, για να τον προστατέψει. Όταν αρχίσαμε να βρίσκουμε τα αρχεία, προέκυψαν και οι πληροφορίες για θύματα και μεγάλες καταστροφές και είπαμε “πάλι καλά”.

Πώς όμως, θα προστατευθούν; “Δεν μπορούμε να χτίσουμε όψη με μπετό ενάμιση μέτρο, όπως κάνουν πια πολλοί. Αν δεν γίνουν έργα άμεσα, δεν θα προστατευθούμε”. Τι πιθανότητες δίνει ο κ. Μελέτης; “-1%”, με την κόρη του να λέει “δεν μπορεί να μη γίνουν, θα είναι εγκληματικό. Θα πρέπει να σβηστεί η Μάνδρα και οι γύρω περιοχές, από το χάρτη. Σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, 21 (στην πορεία έγιναν 23) καταγεγραμμένοι και άλλοι, αμέτρητοι, που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν. Ζούσαν σε βιομηχανικά κτίρια, τα οποία πρόσεχαν το βράδυ. Σε μια τέτοια επιχείρηση βρέθηκαν 12 νεκροί”.

Θεωρούν πως στάθηκαν τυχεροί, μέσα στην ατυχία τους “γιατί αν γινόταν άλλη στιγμή, οι νεκροί θα ήταν χιλιάδες. Αν δεις πώς καταστράφηκαν δυο νηπιαγωγεία, θα σε πιάσουν τα κλάματα. Σκέψου να κατέβαινε ο χείμαρρος σε σχολική ώρα. Δηλαδή, μισή με μια ώρα αργότερα. Δυο νηπιαγωγεία καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ όλα τα σχολεία έχουν ζημιές. Απλά σκέψου να γινόταν αυτό, ενώ οι γονείς πήγαιναν τα παιδιά στα σχολεία”. Δεν θέλω.

Μας ζήτησαν να ξαναπάμε με το νέο έτος, να δούμε αν έχει γίνει κάτι, σε επίπεδο υποσχέσεων ή έργων. Θα πάμε, με την ελπίδα ότι ο κύριος Χρήστος, που μας είπε “ο Έλληνας ξεχνάει εύκολα. Θα ξεχάσει και τους νεκρούς” δεν θα επιβεβαιωθεί.

*Έως την τελευταία επικοινωνία, στις 19/12, δύο επιχειρήσεις είχαν λάβει τις 8.000 ευρώ που όρισε ως αποζημίωση η κυβέρνηση. Έπεται φυσικά, συνέχεια, με τη λίστα να περιλαμβάνει κατοίκους και επιχειρηματίες.
NEWS24.7

Share on Google Plus

About Natalie Press 1

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου